Το θεσμικό πλαίσιο του Κώδικα Δεοντολογίας καθορίζεται από τον Νόμο 4224/2013, το άρθρο 39 του Ν. 4818/2021 και την σχετική απόφαση ΕΠΑΘ 195/1/29.7.2016 της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) και αποτελεί ένα θεσμοθετημένο πλαίσιο εξωδικαστικής επίλυσης από την 01.01.2015 και εφεξής. Με αυτόν θεσπίζονται οι γενικές αρχές συμπεριφοράς και υιοθετούνται βέλτιστες πρακτικές, οι οποίες έχουν ως στόχο την ενίσχυση του κλίματος εμπιστοσύνης, την αμοιβαία δέσμευση και την ανταλλαγή της αναγκαίας πληροφόρησης μεταξύ δανειολήπτη και ιδρύματος, προκειμένου κάθε πλευρά να είναι σε θέση να σταθμίσει τα οφέλη ή τις συνέπειες εναλλακτικών λύσεων εξυπηρέτησης (λύσεις ρύθμισης) ή οριστικού διακανονισμού (λύσεις οριστικής διευθέτησης) και λαμβάνεται ειδική μέριμνα για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις, για κοινωνικά ευπαθείς ομάδες και για περιπτώσεις δανείων με πολλαπλούς πιστωτές.
Η εφαρμογή του Κώδικα δεν αναφέρεται σε συμβάσεις που έχουν καταγγελθεί πριν από την 01.01.2015.
Εάν τα μέρη εξαντλήσουν τη διαδικασία του Κώδικα Δεοντολογίας, περιλαμβανομένης της διαδικασίας ενστάσεων, χωρίς να συμφωνήσουν τελικώς σε κοινά αποδεκτή λύση, αρμόδια είναι τα δικαστήρια, χωρίς βεβαίως να αποκλείεται το δικαίωμα του δανειολήπτη να ζητήσει τη διαμεσολάβηση του Συνηγόρου του Καταναλωτή, όπως προβλέπεται στην παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013.
Ο Κώδικας Δεοντολογίας ισχύει για όλους τους ενεχόμενους, πρωτοφειλέτες, συνοφειλέτες και εγγυητές (εφεξής δανειολήπτες), που έχουν Δανειακές Συμβάσεις για τα ακόλουθα προϊόντα:
• Καταναλωτικά δάνεια
• Στεγαστικά δάνεια
• Πιστωτικές κάρτες
• Δάνεια ατομικών επιχειρήσεων και ελεύθερων επαγγελματιών
• Δάνεια πολύ μικρών επιχειρήσεων, με μέσο όρο κύκλου εργασιών κατά τα τελευταία 3 φορολογικά έτη που δεν υπερβαίνει το ποσό του 1.000.000€.
Επίσης αφορά απαιτήσεις έναντι δανειολήπτη που υπερβαίνουν:
• Το ποσό των 1.000€, στην περίπτωση απαιτήσεων έναντι δανειοληπτών φυσικών προσώπων.
• Το ποσό των 5.000€, σε περιπτώσεις δανειοληπτών νομικών προσώπων – πολύ μικρών επιχειρήσεων.
Το ποσό αυτό υπολογίζεται ως το άθροισμα των οφειλών του δανειολήπτη προς το πιστωτικό ίδρυμα.
Οι λύσεις που παρέχει ο Κώδικας Δεοντολογίας μπορεί να είναι η προσωρινή ή η οριστική διευθέτηση των δανείων. Ως διευθέτηση δανείων νοείται μια λύση ρύθμισης οφειλών που δύναται να περιλαμβάνει για παράδειγμα την επιμήκυνση της διάρκειας αποπληρωμής του δανείου, τη μειωμένη δόση πληρωμής, την προσωρινή καταβολή μόνο τόκων, το διαχωρισμό της οφειλής, τη διαγραφή μέρους της συνολικής απαίτησης.
Το πιστωτικό ίδρυμα δεν υποχρεούται να ξεκινήσει, μπορεί να αναστείλει ή αναστέλλει τη Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων που έχει ήδη ξεκινήσει και χαρακτηρίζει τον αιτούντα ως μη επιλέξιμο :
1. Όταν ο δανειολήπτης έχει υποβάλει αίτηση για εξωδικαστική ρύθμιση οφειλής σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 8 του Ν.4738/2020 ή όταν το πιστωτικό ίδρυμα έχει κοινοποιήσει στον δανειολήπτη πρόσκληση για εξωδικαστική αναδιάρθρωση οφειλής σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 8 του Ν.4738/2020 και για το χρονικό διάστημα έως την ολοκλήρωση της διαδικασίας ως άκαρπης για οποιονδήποτε λόγο.
2. Όταν έχει υπογραφεί σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών, η οποία δεν τελεί υπό την αίρεση συναίνεσης του Δημοσίου ή Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης, και το πιστωτικό ίδρυμα είναι καταλαμβανόμενος πιστωτής (δηλαδή δεσμεύεται από σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών) ή παράγονται για το πιστωτικό ίδρυμα αποτελέσματα δυνάμει της παρ. 2 του άρθρου 5 του Ν.4738/2020.
3. Όταν ο δανειολήπτης ή το πιστωτικό ίδρυμα ή άλλος πιστωτής έχει υποβάλει αίτηση για επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης του δανειολήπτη και εφόσον επικυρωθεί ή συναφθεί σύμφωνα με το άρθρο 41 του Ν.4738/2020 ή την παρ. 5 του άρθρου 103 του Ν.3588/2007, όπως ορίζει η παρ. 1.α) του άρθρου 265 του Ν.4738/2020, και είναι δεσμευτική για το πιστωτικό ίδρυμα.
4. Όταν ο δανειολήπτης ή το πιστωτικό ίδρυμα ή άλλος πιστωτής έχει υποβάλει αίτηση για κήρυξη του δανειολήπτη σε πτώχευση και για το χρονικό διάστημα έως την τυχόν απόρριψή της.
5. Όταν ο δανειολήπτης έχει υποβάλει αίτηση για υπαγωγή σε διαδικασία του Ν.3588/2007, του Ν.3869/2010, του Ν.4605/2019 ή του Ν.4469/2017, η οποία εκκρεμεί, ή εκκρεμεί η έκδοση δικαστικής απόφασης ή η ίδια η διαδικασία, ή όταν ο δανειολήπτης έχει υπαχθεί στη διαδικασία του άρθρου 68 του Ν.4307/2014, η οποία εκκρεμεί.
6. Όταν συντρέχει η περίπτωση ε) της παρ. 3 του άρθρου 7 του Ν.4738/2020.
7. Όταν ο δανειολήπτης είναι νομικό πρόσωπο που έχει τεθεί σε εκκαθάριση.
8. Όταν υπάρχουν απαιτήσεις έναντι δανειολήπτη, κατά του οποίου τρίτοι πιστωτές έχουν κινήσει δικαστικές ενέργειες για την εξασφάλιση προς αυτούς χρεών.
Το πιστωτικό ίδρυμα υποχρεούται να εντάξει τον δανειολήπτη στο Στάδιο 3 (Αξιολόγηση των οικονομικών στοιχείων) της Διαδικασίας Επίλυσης Καθυστερήσεων, εφόσον αυτός προσέλθει και υποβάλει με δική του πρωτοβουλία την πληροφόρηση που απαιτεί ο Κώδικας Δεοντολογίας για την αξιολόγηση της ικανότητας αποπληρωμής των οφειλών του δανειολήπτη, εκτός εάν συντρέχει μία εκ των παραπάνω περιπτώσεων (1 έως 8).
Για να καθοριστεί η λύση ρύθμισης, εξετάζονται τα διαθέσιμα εισοδήματα (δηλ. έσοδα μείον (-) εύλογες δαπάνες διαβίωσης), καθώς και η περιουσία του δανειολήπτη όπως επίσης και όσων συνδέονται μαζί του π.χ. σύζυγος, εξαρτώμενα ενήλικα μέλη και η περιουσία των συνοφειλετών και εγγυητών του.
Τα όρια των ευλόγων δαπανών διαβίωσης, δηλ. των αποδεκτών εξόδων της οικογένειας, έχουν καθοριστεί από την ΕΛΣΤΑΤ. Οι εύλογες δαπάνες διαβίωσης προσαυξάνονται σε ειδικές / έκτακτες περιπτώσεις (π.χ. ασθένεια, αναπηρία κλπ).
Η ρύθμιση οφειλών επιτυγχάνεται, μέσω διαπραγμάτευσης μεταξύ πιστωτή και δανειολήπτη. Η τράπεζα ή ο διαχειριστής δανείου δεν είναι δυνατό να λάβει από όλους τους ανωτέρω εμπλεκόμενους χρήματα που είναι λιγότερα από την αξία ρευστοποίησης όλων των περιουσιακών στοιχείων του.