Με το θάνατο ενός προσώπου επέρχεται η κληρονομική διαδοχή του, που σημαίνει ότι η περιουσία του ως σύνολο (ενεργητικό και παθητικό) περιέρχεται σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα. Η κληρονομική διαδοχή ενός προσώπου επέρχεται με δύο τρόπους. Είτε με διαθήκη, όταν ο κληρονομούμενος εγκατέστησε ο ίδιος τους κληρονόμους του, είτε εκ του νόμου, στην περίπτωση που η επαγωγή της κληρονομίας επέρχεται εξ αδιαθέτου λόγω έλλειψης διαθήκης του αποθανόντος.
Στην πρώτη περίπτωση, κατά την οποία η περιουσία του κληρονομούμενου μοιράζεται στα πρόσωπα και κατά το μέρος/μερίδιο που αυτός επιθυμεί, υπάρχει το ενδεχόμενο, όπως συμβαίνει και πάρα πολλές φορές στην πράξη, ο διαθέτης, να αποκλείει με τη διάταξη τελευταίας βούλησης του από την κληρονομική διαδοχή κάποια συγκεκριμένα συγγενικά πρόσωπα (πχ. τέκνα, σύζυγο), ή να περιορίζει τη συμμετοχή τους σε ποσοστό δυσανάλογο σε σχέση με ότι αυτά θα δικαιούνταν με βάση την εξ αδιαθέτου διαδοχή.
Προς προστασία λοιπόν αυτών των προσώπων, και κατά περιορισμό της ελευθερίας βουλήσεως του διαθέτη, ο νομοθέτης έχει θεσπίσει το θεσμό της νόμιμης μοίρας, κατά τον οποίο, αναγνωρίζεται στους κατιόντες (δηλαδή στα τέκνα), στους γονείς και στον επιζώντα σύζυγο του κληρονομουμένου, κληρονομικό δικαίωμα στην περιουσία του διαθέτη, ακόμη και αν ο τελευταίος δεν τους συμπεριέλαβε στη κληρονομική διαδοχή. Τα πρόσωπα αυτά, που αποτελούν τους αναγκαίους κληρονόμους του αποθανόντος, αποκαλούνται «νόμιμοι μεριδούχοι».
Προϋπόθεση για την αναγνώριση του δικαιώματος στη νόμιμη μοίρα, είναι ότι οι μεριδούχοι θα είχαν κληθεί ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι, αν η επαγωγή γινόταν κατά την εξ αδιαθέτου διαδοχή. Με βάση αυτή την προϋπόθεση, ο νομοθέτης έθεσε το βασικό κριτήριο υπολογισμού της νόμιμης μοίρας. Σύμφωνα με το άρθρο 1825 εδ. β΄ του Αστικού Κώδικα, «η νόμιμη μοίρα είναι το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας». Συνεπώς, ο υπολογισμός της νόμιμης μοίρας, δεν είναι απλή υπόθεση, αφού πρέπει να γίνει αφενός μια υποθετική εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή για να εξακριβωθεί ο ακριβής αριθμός και το είδος των κληρονόμων (συναριθμούνται όσοι έχουν αποκληρωθεί με τη διαθήκη, ή όσοι έχουν αποποιηθεί την κληρονομία καθώς και όσοι έχουν κηρυχθεί ανάξιοι) και στη συνέχεια να γίνει και ο υπολογισμός της κληρονομίας που θα επερχόταν στον καθένα από τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους, το μισό του οποίου θα αποτελεί και το ποσοστό της νόμιμης μοίρας που δικαιούται το αποκλειόμενο ή αδικημένο συγγενικό πρόσωπο.
Ο υπολογισμός της νόμιμης μοίρας ξεκινά με βάση την κατάσταση και την αξία της κληρονομίας κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου), αφού αφαιρεθούν τα χρέη και τα έξοδα της κηδείας του, καθώς και οι δαπάνες απογραφής της κληρονομίας. Ωστόσο, στην κληρονομία προσθέτονται, με την αξία που είχαν κατά το χρόνο παροχής, ο,τιδήποτε ο κληρονομούμενος παραχώρησε, όσο ζούσε, χωρίς αντάλλαγμα σε μεριδούχο είτε με δωρεά είτε με άλλο τρόπο, καθώς επίσης και οποιαδήποτε δωρεά έκανε ο κληρονομούμενος στο διάστημα των τελευταίων δέκα ετών πριν τον θάνατό του, εξαιρουμένων των περιπτώσεων στις οποίες η δωρεά επιβαλλόταν από λόγους ευπρέπειας ή ιδιαίτερο ηθικό καθήκον.
Σε περίπτωση δε προσβολής της νόμιμης μοίρας, δηλαδή είτε σε περίπτωση ολικής εξαίρεσης ενός μεριδούχου από την κληρονομιά, είτε σε περίπτωση που καταλείπεται σ΄αυτόν ποσοστό λιγότερο από τη νόμιμη μοίρα του, ο μεριδούχος μπορεί ν΄ασκήσει την λεγόμενη αγωγή περί κλήρου, ζητώντας, αφενός την αναγνώριση του κληρονομικού του δικαιώματος κατά το ποσοστό της νόμιμης μοίρας ή του μέρους που λείπει για τη συμπλήρωσή της και αφετέρου την απόδοση των κληρονομιαίων.
Ωστόσο, εξαίρεση από την προστασία της νόμιμης μοίρας εισάγεται με το θεσμό της αποκλήρωσης. Η αποκλήρωση αποτελεί ουσιαστικά λόγο έκπτωσης ή αποκλεισμού του κληρονόμου από το κληρονομικό του μερίδιο. Σύμφωνα με το άρθρο 1839 ΑΚ, ο διαθέτης μπορεί για ορισμένους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά στο νόμο, να στερήσει τον μεριδούχο από τη νόμιμη μοίρα, αποκληρώνοντάς τον με διάταξη τελευταίας βούλησης (δηλαδή διαθήκη). Λόγο αποκλήρωσης κατά τον Αστικό Κώδικα συνιστούν η επιβουλή της ζωής του διαθέτη, του συζύγου ή κατιόντος του, η πρόκληση με πρόθεση σωματικών κακώσεων στον διαθέτη ή στο σύζυγο του, η ενοχή για κακούργημα ή σοβαρό πλημμέλημα με πρόθεση κατά του διαθέτη, η κακόβουλη αθέτηση νόμιμης υποχρέωσης διατροφής του διαθέτη και η διαγωγή άτιμου και ανήθικου βίου, ενώ ειδικά για τον σύζυγο, ο διαθέτης μπορεί να αποκληρώσει αυτόν αν κατά το χρόνο του θανάτου είχε δικαίωμα ν’ ασκήσει εναντίον του αγωγή διαζυγίου για βάσιμο λόγο αναγόμενο σε υπαιτιότητά του.
Ο λόγος της αποκλήρωσης πάντως πρέπει σε κάθε περίπτωση να υπάρχει κατά το χρόνο που συντάσσεται η διαθήκη και να αναφέρεται σ΄ αυτήν. Συνέπεια δε της αποκλήρωσης είναι ότι ο αποκληρούμενος μεριδούχος στερείται τη νόμιμη του μοίρα, ενώ σε περίπτωση που δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για να υπάρχει έγκυρη αποκλήρωση και να επιφέρει αυτή τα έννομα αποτελέσματά της, μπορεί να επιδιωχθεί δικαστικά η αναγνώριση της ακυρότητας την σχετικής διάταξης βουλήσεως του διαθέτη και η απόδοση των κληρονομιαίων που αντιστοιχούν στο ποσοστό της νόμιμης μοίρας του αποκληρούμενου μεριδούχου.