Πολλοί είναι οι δανειολήπτες που μεταξύ των ετών 2006 και 2009 μετά από προώθηση των Τραπεζών (κυρίως Eurobank και Εθνικής) μετέτρεψαν τα παλαιά δάνεια τους ή έλαβαν εξαρχής δάνεια σε ελβετικά φράγκα λόγω του πολύ χαμηλότερου επιτοκίου τους, χωρίς βέβαια να γνωρίζουν τους κινδύνους που ενείχε μία τέτοια ενέργεια, καθώς ούτε σχετική ενημέρωση είχαν για τον συναλλαγματικό κίνδυνο που έφερε η επιλογή τους, ούτε τους προτάθηκαν ποτέ μέτρα για την αντιστάθμιση του συναλλαγματικού κινδύνου που εν αγνοία τους αναλάμβαναν.
Όλοι αυτοί που προσέφυγαν στη λήψη δανείου σε ελβετικό φράγκο για να ωφεληθούν από το μικρότερο επιτόκιο που ίσχυε κατά το χρόνο δανεισμού, έχουν βρεθεί πλέον έναντι του κινδύνου κατάσχεσης της περιουσίας τους, καθώς αδυνατούν να ανταποκριθούν στις τρέχουσες δόσεις του δανείου τους, οι οποίες λόγω της αλλαγής της ισοτιμίας έχουν αυξηθεί κατά 30%. Όσοι δε τα καταφέρνουν και ανταποκρίνονται στη δόση του δανείου τους, δεν παύουν να βλέπουν το ανεξόφλητο κεφάλαιο του δανείου τους να διογκώνεται διαρκώς, ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις, παρά τις συνεπείς καταβολές ετών, οι οφειλέτες φέρονται να χρωστούν ακόμη ποσά κοντά στα επίπεδα της αρχικής του εκταμίευσης, αν όχι και ψηλότερα. Η μόνη εξωδικαστική λύση θα ήταν η μετατροπή του δανείου σε ευρώ, λύση ασύμφορη και απαγορευτική, καθώς θα συνεπαγόταν και τη μετατροπή της λογιστικής μέχρι σήμερα ζημίας του δανειολήπτη σε πραγματική. Όμως τι γίνεται με τα δάνεια αυτά; Μπορούν και αυτοί οι δανειολήπτες να τύχουν νομικής προστασίας;
Οι δανειολήπτες σε ελβετικό φράγκο έχουν να διαλέξουν από δύο διαφορετικές νομικές επιλογές:
- Κατάθεση Αίτησης για υπαγωγή στο νόμο Κατσέλη.
Οι εν λόγω δανειολήπτες μπορούν και αυτοί να ζητήσουν την υπαγωγή τους στο νόμο 3869/2010, εφόσον έχουν αδυναμία να ανταποκριθούν στις δανειακές τους υποχρεώσεις. Η επιλογή αυτή ενδείκνυται και είναι αποτελεσματική, εφόσον ο οφειλέτης δεν έχει σημαντική περιουσία πλην της πρώτης κατοικίας του. Με τη λύση αυτή, ο οφειλέτης ρυθμίζει άμεσα τις δόσεις τόσο του στεγαστικού δανείου όσο και των λοιπών τυχόν υποχρεώσεών του, ενώ σε κάθε περίπτωση δεν θα κληθεί να καταβάλει ποσό μεγαλύτερο από αυτό που αντιστοιχεί στο 80% της αντικειμενικής αξίας της κατοικίας του. Συνεπώς, μπορεί το οφειλόμενο κεφάλαιο στην Τράπεζα να έχει διογκωθεί λόγω της αλλαγής της ισοτιμίας, ωστόσο ο οφειλέτης, θα καταβάλει στο τέλος μόνο το ποσό που αντιστοιχεί μέχρι το 80% της αξίας της κατοικίας του. Για παράδειγμα: Δανειολήπτης έχει δάνειο σε ελβετικό φράγκο 170.000 € (ξεκίνησε το 2007 με μηνιαία δόση περίπου 800 € και φτάνει πλέον τα 1200€) και οφειλές 30.000 € σε καταναλωτικά δάνεια και πιστωτικές κάρτες. Έχει στην κυριότητα του μόνο το την πρώτη κατοικία του την οποία την αγόρασε με το στεγαστικό δάνειο, η οποία έχει τρέχουσα αντικειμενική αξία 80.000 €. Αδυνατεί να ανταποκριθεί στις δόσεις οι οποίες διογκώθηκαν λόγω αλλαγής της ισοτιμίας, ενώ το ανεξόφλητο κεφάλαιο παρά τις συνεπείς καταβολές ανέρχεται στην καλύτερη των περιπτώσεων στο ποσό της εκταμίευσης. Καταθέτοντας αίτηση υπαγωγής στο νόμο Κατσέλη, θα ρυθμίσει τη δόση των δανείων του με βάση την τρέχουσα οικονομική του δυνατότητα, θα απαλλαγεί μετά την πενταετία από τις οφειλές σε καταναλωτικά δάνεια και πιστωτικές κάρτες και θα καταβάλει για τη διάσωση της κατοικίας μέχρι το ποσό των 64.000,00 €, ενώ το όποιο υπόλοιπο θα διαγραφεί μετά τη λήξη της ρύθμισης (συνήθως 20ετία).
- Κατάθεση Αγωγής με αίτημα την ακύρωση της σύμβασης και την επαναφορά της ισοτιμίας σε αυτή που υπήρχε κατά το χρόνο δανεισμού.
Η επιλογή ενός δανείου σε ξένο νόμισμα είναι μία επιλογή ανάληψης συναλλαγματικού κινδύνου, την ευθύνη της οποίας δεν μπορεί να γνωρίζει και να διαχειριστεί ο μέσος δανειολήπτης. Η τράπεζα είχε γι’ αυτό, υποχρέωση, πριν χορηγήσει στον πελάτη ένα δάνειο σε συνάλλαγμα, όχι μόνο να τον ενημερώσει για τους κινδύνους που θα κληθεί να αντιμετωπίσει στην πιθανή, άλλωστε, περίπτωση που επιδεινωθεί σε βάρος του πελάτη η συναλλαγματική ισοτιμία, αλλά και να διερευνήσει τη δυνατότητά του να αντιληφθεί αλλά και να αντιμετωπίσει τους κινδύνους αυτούς, μέσω ασφαλειών.
Ωστόσο, οι τράπεζες, η μόνη ενημέρωση που παρείχαν ήταν όσον αφορά την ωφέλεια από την διαφορά του επιτοκίου, ενώ δεν δίσταζαν να καθησυχάσουν ακόμη και αυτούς που πιθανόν είχαν ανασφάλεια όσον αφορά την διατήρηση της ισοτιμίας σε σταθερά επίπεδα. Η συγκεκριμένη πρακτική των τραπεζών, οι οποίες λειτουργούσαν αποκλειστικά με γνώμονα την αύξηση των δικών τους κερδών (το οποίο και έχουν αποκομίσει όλα αυτά τα χρόνια και συνεχίζουν να αποκομίζουν δεδομένου ότι αυτές είχαν φροντίσει να ασφαλίσουν το δικό τους συναλλαγματικό κίνδυνο), συνιστά παραβίαση των υποχρεώσεων πρόνοιας και ασφάλειας που οι τράπεζες έχουν έναντι των καταναλωτών, σύμφωνα με όσα ορίζουν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (ΑΚ 281, 288), ενώ οδηγεί και σε διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή.
Οι συμβάσεις λοιπόν που έχουν υπογράψει οι εν λόγω δανειολήπτες – στις οποίες μάλιστα προχώρησαν χωρίς να έχουν δικαίωμα διαπραγμάτευσης, περιέχουν σωρεία όρων που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, όροι οι οποίοι απαγορεύονται και είναι άκυροι. Μεταξύ αυτών, καταχρηστικοί είναι και οι όροι που χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή.
Με αγωγή τους λοιπόν οι δανειολήπτες μπορούν να ζητήσουν την αναγνώριση της ακυρότητας των καταχρηστικών όρων της δανειακής σύμβασής τους και κατ’ επέκταση να επιδιώξουν δικαστικά την επαναφορά του δανείου τους στην αρχική ισοτιμία (ισοτιμία που ίσχυε κατά το χρόνο εκταμίευσης του δανείου). Ωστόσο, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη, ότι σ’ αυτή την περίπτωση, δεν ρυθμίζεται η δόση του δανείου άμεσα, αλλά για τη χορήγηση προσωρινής δικαστικής προστασίας απαιτείται η κατάθεση και αίτησης ασφαλιστικών μέτρων με σχετικό αίτημα. Οι ήδη εκδοθείσες αποφάσεις είναι θετικές για τους δανειολήπτες και είναι ενθαρρυντικές προς την παγίωση της νομολογίας στο συγκεκριμένο ζήτημα.