ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ – ΓΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΕΣ

Στα πλαίσια των οικονομικών συναλλαγών τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο αναπτύσσονται διάφορες μορφές συνεργασίας μεταξύ επαγγελματιών/επιχειρηματιών. Πολλά ερωτήματα γεννώνται στους επιχειρηματίες, όπως : «Είναι υποχρεωτικό να συνάψω σύμβαση με έναν συνεργάτη;», «Με καλύπτει μία προφορική συμφωνία με έναν παραγωγό;»,  «μπορώ να προστατέψω την χρήση του σήματος μου αν δεν έχω υπογράψει συμφωνία με τον αντιπρόσωπό μου;» ;» και η αλήθεια είναι ότι πολλές φορές καλούμαστε εκ των υστέρων να βοηθήσουμε ή να συνδράμουμε νομικά όταν πια έχουν διαρρηχθεί οι σχέσεις των συμβαλλόμενων μερών και οι δυνατότητες μας για εξωδικαστική ή και δικαστική επίλυση των όποιων διαφορών έχουν ανακύψει είναι περιορισμένες.
Η ελευθερία των συμβάσεων (άρθρο 361 ΑΚ) , αποτελεί επί μέρους εκδήλωση της συνταγματικά κατοχυρωμένης οικονομικής ελευθερία (άρθρο 5 παρ. 1 Συντάγματος) και επιτρέπει στα μέρη να διαμορφώσουν κατά βούληση τη συνεργασία τους, με τρόπο που ανταποκρίνεται στις ανάγκες τους και στην ιδιαιτερότητα του προϊόντος ή της υπηρεσίας που αφορά. Ο κανόνας στο ελληνικό δίκαιο είναι το άτυπο των συμβάσεων (άρθρο 158 ΑΚ), ενώ μόνο κατ΄ εξαίρεση ο νόμος απαιτεί ορισμένες φορές τη σύνταξη εγγράφου και δη συμβολαιογραφικού. Ο κανόνας αυτός του άτυπου διέπει και τις εμπορικές συμβάσεις, όμως σε περίπτωση που προκύψει κάποια διαφορά ο επικαλούμενος την ύπαρξη συμφωνίας θα πρέπει να αποδείξει τόσο την κατάρτισή της όσο και το ακριβές περιεχόμενό της, κάτι που στην πράξη είναι αρκετά δυσχερές.
Στη συναλλακτική ζωή συναντούμε αναρίθμητες μορφές συμβάσεων εμπορικής συνεργασίας που είναι γέννημα της εμπορικής και συναλλακτικής συνήθειας. Κάποιες από τις εμπορικές συμβάσεις που συναντούμε συχνά στην εμπορική ζωή είναι οι εξής :
Σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας
Είναι η μόνη που ρυθμίζεται από ειδικό νομοθέτημα, το ΠΔ 219/1991 (όπως τροποποιήθηκε και ισχύει) περί εμπορικών αντιπροσώπων. Ο εμπορικός αντιπρόσωπος, υπό την ιδιότητά του ως ανεξαρτήτου μεσολαβητή, αναλαμβάνει σε διαρκή βάση και επ’ ονόματι και για λογαριασμό άλλου προσώπου (αντιπροσωπευόμενος), είτε να διαπραγματεύεται είτε να διαπραγματεύεται και να συνάπτει συμβάσεις προωθήσεως εμπορευμάτων ή υπηρεσιών. Στη σύμβαση αυτή γεννώνται υποχρεώσεις και δικαιώματα των μερών εκ του νόμου, ενώ η σύμβαση εμπεριέχει όρους και συμφωνίες που υποδεικνύονται από τα μέρη.
Σύμβαση διανομής
Η σύμβαση αυτή συνάπτεται μεταξύ παραγωγού και διανομέα που μεταπωλεί στον τελικό καταναλωτή. Μπορεί όμως να μεσολαβεί μεταξύ παραγωγού και διανομέα και ένας χονδρέμπορος, ένας εισαγωγέας (όταν τα προϊόντα εισάγονται από την αλλοδαπή) ή και ένας υποδιανομέας. Η σύμβαση διανομής μπορεί να είναι αποκλειστική, όταν ο διανομέας αποκτά το δικαίωμα να προωθεί αποκλειστικώς αυτός τα συμβατικά προϊόντα σε μια καθορισμένη περιοχή και μπορεί να συνδυάζεται με σύμβαση αποκλειστικής προμηθείας δυνάμει της οποίας ο διανομέας θα δεσμεύεται να προμηθεύεται τα συμβατικά εμπορεύματα μόνον από τον παραγωγό ή τις επιχειρήσεις που αυτός θα υποδείξει. Με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 4 εδ. β΄ του Ν 3557/2007, (ΦΕΚ Α΄ 100/14.5.2007) ορίσθηκε ότι οι διατάξεις του ΠΔ 219/1991 εφαρμόζονται αναλογικά και στις «συμβάσεις αποκλειστικής διανομής».
Σύμβαση δικαιόχρησης (franchising)
Ως σύμβαση δικαιόχρησης ορίζεται σύμφωνα με τον Κανονισμό ΕΟΚ 4087/1988 η σύμβαση συνεργασίας μεταξύ δύο προσώπων, βάσει της οποίας το πρώτο, ο δικαιοπάροχος ή δότης, παραχωρεί στο δεύτερο, τον δικαιοδόχο ή λήπτη, έναντι άμεσου ή έμμεσου οικονομικού ανταλλάγματος, το δικαίωμα εκμεταλλεύσεως του franchising, δηλαδή ενός συνόλου δικαιωμάτων βιομηχανικής ή πνευματικής ιδιοκτησίας που αφορούν εμπορικά σήματα ή επωνυμίες, διακριτικά γνωρίσματα (πινακίδες) καταστημάτων, πρότυπα χρήσεως, σχέδια, υποδείγματα, δικαιώματα αντιγραφής, τεχνογνωσίες ή διπλώματα ευρεσιτεχνίας προς εκμετάλλευση, με σκοπό την εμπορία συγκεκριμένων τύπων προϊόντων ή την παροχή υπηρεσιών σε τελικούς χρήστες. Το franchise αποτελεί επιπλέον και μέθοδο προώθησης μίας εταιρίας, ενώ διακρίνεται ανάλογα με το αντικείμενο της επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Σύμβαση παροχής τεχνογνωσίας
Ειδικά η τεχνογνωσία – το αποκαλούµενο know –how – ως έκφραση της γενικότερης µμεταφοράς τεχνολογίας εμφανίζει ιδιαίτερη σημασία και διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο εντείνοντας τον ανταγωνισμό και συντελώντας αποφασιστικά στην ραγδαία τεχνολογική πρόοδο. Η προστασία της τεχνογνωσίας είναι επιβεβλημένη λόγω του της μυστικότητας που τη διακατέχει και του ρόλου που διαδραματίζει στην σύγχρονη τεχνολογική πρόοδο.
Σύμβαση εμπιστευτικότητας ή εχεμύθειας
Πρόκειται για σύμβαση με την οποία τα μέρη δεσμεύονται να μην κοινοποιήσουν σε τρίτους εμπιστευτικές πληροφορίες, για ορισμένο χρονικό διάστημα. Δύναται να συναφθεί και κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων. Κρίσιμο σημείο είναι ο αντικειμενικός και ο υποκειμενικός προσδιορισμός των ορίων της εμπιστευτικότητας.
Τι πρέπει να προσέξετε κατά τη σύναψη μίας ιδιωτικής σύμβασης / συμφωνητικού:

  • Οι όροι της σύμβασης να μην αντίκεινται στο Σύνταγμα και σε άλλο σχετικό ελληνικό νομοθέτημα.
  • Οι όροι της σύμβασης να μην αντίκεινται στα χρηστά ήθη.
  • Σαφής προσδιορισμός των όρων, τόσο υποκειμενικών, όσο και αντικειμενικών.
  • Δυνατότητα επιλογής εφαρμοστέου δικαίου και ποια δικαστήρια θα επιληφθούν τυχόν διαφορά από τη σύμβαση.

Μην αφήνετε λοιπόν ακάλυπτη και εκτεθειμένη έναντι τρίτων την επιχείρησή σας είτε πρόκειται για τα υλικά αγαθά που συνθέτουν την δραστηριότητά σας, ή τα άυλα αυτής (σήμα, τεχνογνωσία, φήμη κλπ)  και απευθυνθείτε σε έναν εξειδικευμένο δικηγόρο ώστε να σας κατευθύνει και να διαμορφώσει για εσάς το κατάλληλο περιεχόμενο των συμβάσεων για τους προμηθευτές, αντιπροσώπους, πωλητές, πελάτες σας. Το γραφείο μας, είναι άρτια καταρτισμένο σε σχέση με το ανωτέρω αντικείμενο και μπορεί να σας συνδράμει σε ο,τι ακριβώς χρειαστείτε.