Δυνατότητα μεταβίβασης άσκησης της επικαρπίας, για χρόνο που δεν υπερβαίνει τη διάρκεια της επικαρπίας. Η άσκηση της επικαρπίας, ως αυτοτελές ενοχικό δικαίωμα υπόκειται με τη μορφή του ειδικού περιουσιακού στοιχείου σε κατάσχεση κατά τις διατάξεις 1022 επ. ΚΠολΔ. Σε κατάσχεση υπόκειται και η ίδια η επικαρπία ως εμπράγματο δικαίωμα προσωπικής δουλείας, έστω και αν πρόκειται για αμεταβίβαστη επικαρπία. Ο χαρακτήρας της επικαρπίας ως αμεταβίβαστου καταρχήν δικαιώματος, δεν εμποδίζει την ανεξάρτητη από τη θέληση του επικαρπωτή αναγκαστική μεταβίβαση της επικαρπίας, που επέρχεται με τον πλειστηριασμό της, στην έκταση και για το χρόνο που θα μπορούσε να διατηρηθεί και στο πρόσωπο του αρχικού επικαρπωτή, αφού με τον πλειστηριασμό ο υπερθεματιστής δεν μπορεί να αποκτήσει περισσότερα δικαιώματα από εκείνα του δικαιοπαρόχου του. Συνεπώς, εφόσον η επικαρπία, αν δεν ορίστηκε διαφορετικά, αποσβήνεται με το θάνατο του επικαρπωτή και ο ψιλός κύριος αποκτά πλήρη την κυριότητα, αποσβήνεται έκτοτε η επικαρπία και για αυτόν που την απέκτησε με τη διαδικασία του αναγκαστικού πλειστηριασμού.
Διατάξεις: άρθρα 1164, 1166, 1167, 1259 ΑΚ, 992, 1022 επ. ΚΠολΔ
[…] 2. Κατά τη διάταξη του αρθρ. 1166 ΑΚ η επικαρπία, εφόσον δεν ορίσθηκε διαφορετικά, είναι αμεταβίβαστη, η άσκηση της όμως μπορεί να μεταβιβαστεί σε άλλον για χρόνο που δεν υπερβαίνει τη διάρκεια της επικαρπίας, με την επιφύλαξη της διάταξης του αρθρ. 1164 ΑΚ, που δεν αφορά πάντως την παρούσα υπόθεση. Κατά την έννοια αυτή η άσκηση της επικαρπίας, ως αυτοτελές ενοχικό δικαίωμα, υπόκειται με τη μορφή του ειδικού περιουσιακού στοιχείου σε κατάσχεση κατά τις διατάξεις των αρθρ. 1022 επ. ΚΠολΔ. Σε κατάσχεση όμως υπόκειται και η ίδια η επικαρπία ως εμπράγματο δικαίωμα προσωπικής δουλείας, έστω και αν πρόκειται για αμεταβίβαστη επικαρπία, όπως αυτό συνάγεται από το αρθρ. 992 ΚΠολΔ, που δεν περιορίζει τα δυνάμενα να κατασχεθούν εμπράγματα δικαιώματα σε ακίνητο, σε συνδυασμό με το αρθρ. 1259 ΑΚ, που ορίζει ότι η υποθήκη αποκτάται μόνο σε ακίνητα που μπορούν να εκποιηθούν, καθώς και στην επικαρπία τέτοιων ακινήτων, για όσο χρόνο αυτή διαρκεί. Εφόσον δηλαδή η επικαρπία μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο υποθήκης, άρα και αναγκαστικής εκποίησης υπέρ του ενυπόθηκου δανειστή, αποτελεί για την ταυτότητα του νομικού λόγου αντικείμενο κατάσχεσης από όλους τους δανειστές του επικαρπωτή και όχι μόνον από τους ενυπόθηκους. Έτσι ο χαρακτήρας της επικαρπίας ως αμεταβίβαστου κατ’ αρχήν δικαιώματος, δεν εμποδίζει την ανεξάρτητη από τη θέληση του επικαρπωτή αναγκαστική μεταβίβαση της επικαρπίας, που επέρχεται με τον πλειστηριασμό της κατά το αρθρ. 1005 παρ. 1 ΚΠολΔ, στην έκταση βέβαια και για το χρόνο που θα μπορούσε να διατηρηθεί και στο πρόσωπο του αρχικού επικαρπωτή, αφού με τον πλειστηριασμό ο υπερθεματιστής δεν μπορεί να αποκτήσει περισσότερα δικαιώματα από εκείνα του δικαιοπαρόχου του.
Συνεπώς εφόσον κατά το αρθρ. 1167 ΑΚ η επικαρπία, αν δεν ορίσθηκε διαφορετικά, αποσβήνεται με το θάνατο του επικαρπωτή και ο ψιλός κύριος αποκτά πλήρη την κυριότητα, αποσβήνεται έκτοτε η επικαρπία και για αυτόν που την απέκτησε με τη διαδικασία του αναγκαστικού πλειστηριασμού.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης (αρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι αυτή, εκτιμώντας το σύνολο των επικληθέντων και προσκομισθέντων από τους διαδίκους αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, μεταξύ άλλων, ως προς την ουσία της υπόθεσης και τα ακόλουθα: «Ο Ν. Κ. (μη διάδικος) και η σύζυγος του (πρώτη εναγομένη και ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη) ήταν συγκύριοι… μιας ισόγειας οικίας … 76,50 τμ … σε οικόπεδο επιφάνειας 334,39 τμ … το οποίο αποτελεί κάθετη ιδιοκτησία ως τμήμα μείζονος ακινήτου … Κατά το έτος 1992 οι εν λόγω συγκύριοι του άνω ακινήτου, με τα …/29.6.1992, ο πρώτος, και …/29.6.1992, η δεύτερη, συμβόλαια της συμβολαιογράφου Πειραιώς Α. Γ.-Τ., που έχουν μεταγραφεί νόμιμα, μεταβίβασαν λόγω γονικής παροχής στα τέκνα τους, δηλαδή στη δεύτερη και στον τρίτο των εναγομένων (και ήδη αναιρεσιβλήτων) αντίστοιχα, την ψιλή κυριότητα του προαναφερόμενου ακινήτου και κατά ποσοστό 1/2 στον καθένα, ενώ παρακράτησαν εφόρου ζωής τους την επικαρπία. Περαιτέρω … με επίσπευση της ενάγουσας και προς ικανοποίηση απαιτήσεώς της κατά του προαναφερόμενου συζύγου της πρώτης εναγομένης και πατέρα των δύο τελευταίων εναγομένων … ύψους 2.150.000 δραχμών, πλέον τόκων και εξόδων, προερχόμενης από την 5599/1999 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατασχέθηκε αναγκαστικά δυνάμει της 210/18.5.1999 έκθεσης του δικαστικού επιμελητή Αθηνών … το 1/2 εξ αδιαιρέτου της επικαρπίας του προαναφερόμενου ακινήτου, το οποίο, όπως προεκτέθηκε, είχε παρακρατήσει εφόρου ζωής του με το παραπάνω …/1992 συμβόλαιο γονικής παροχής ο εν λόγω οφειλέτης της ενάγουσας, το οποίο και εκπλειστηριάσθηκε τελικά στις 15.12.1999 και συντάχθηκε προς τούτο η …/15.12.1999 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού του συμβολαιογράφου Αθηνών Ν. Π. Στον εν λόγω πλειστηριασμό υπερθεματίστρια αναδείχθηκε η ενάγουσα, υπέρ της οποίας και κατακυρώθηκε το παραπάνω κατασχεθέν δικαίωμα και συντάχθηκε προς τούτο η …/29.12.1999 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου, στη μεταγραφή της οποίας και προέβη η ενάγουσα στις 30.12.1999. Έτσι η τελευταία κατέστη συνεκαρπώτρια του εν λόγω ακινήτου κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, ενώ το υπόλοιπο 1/2 εξ αδιαιρέτου της επικαρπίας, όπως προεκτέθηκε, ανήκε στην πρώτη εναγομένη. Στις 11.8.2001 ο προαναφερόμενος Ν. Κ. απεβίωσε, οπότε το ανήκον σ’ αυτόν εμπράγματο δικαίωμα του 1/2 εξ αδιαιρέτου της επικαρπίας, το οποίο είχε αποκτήσει η ενάγουσα με τον προαναφερόμενο πλειστηριασμό, εν όψει του ότι με τη συστατική πράξη (το …/1992 συμβόλαιο) δεν είχε οριστεί το μεταβιβαστό αυτής, αποσβέστηκε και επέστρεψε αυτοδίκαια στην ψιλή κυριότητα της δεύτερης εναγομένης, από την οποία είχε αποσπαστεί, και ενώθηκε μ’ αυτή σε πλήρη κυριότητα. Συνακόλουθα αποσβέσθηκε και το αντίστοιχο δικαίωμα της ενάγουσας, το οποίο είχε αποκτήσει κατά τα ανωτέρω με τη μεταγραφή της 4714/1999 περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης και η οποία, σημειωτέον, δεν μπορούσε με τον πλειστηριασμό ν’ αποκτήσει περισσότερα δικαιώματα από εκείνα του δικαιοπαρόχου της και αρχικού επικαρπωτή Ν. Κ.». Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ότι μόνο μέχρι το χρόνο του θανάτου του αρχικού (συν)επικαρπωτή Ν. Κ., οπότε και αποσβέσθηκε το ποσοστό της (συν)επικαρπίας, στο οποίο με τον πλειστηριασμό του δικαιώματός του τον διαδέχθηκε η αναιρεσείουσα, έχει αυτή αξίωση για απόδοση στην ίδια του αντίστοιχου με το ποσοστό της (συν)επικαρπίας της οφέλους, που αποκόμισαν οι αντίδικοί της από την αποκλειστική απ’ αυτούς χρήση του κοινού ακινήτου τους. Έτσι που έκρινε το Εφετείο και με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεση της ήδη αναιρεσείουσας κατά της υπ’ αριθ. 3537/2005 οριστικής απόφασης του ΜονΠρωτΑθηνών, δεν παραβίασε τις παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των αρθρ. 1166, 1167, 1259 ΑΚ και 992 παρ. 1 ΚΠολΔ, που αναλύθηκαν προηγουμένως, και ούτε στέρησε την απόφαση του νόμιμης βάσης, αφού με σαφείς, πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των ουσιαστικών αυτών διατάξεων, στις οποίες στηρίχθηκε, έκρινε ορθά ότι με το θάνατο του αρχικού (συν)επικαρπωτή Ν. Κ. αποσβέσθηκε και ως προς την αναιρεσείουσα το ίδιο ποσοστό της (συν)επικαρπίας, που με τον πλειστηριασμό του δικαιώματος του περιήλθε από 30.12.1999 σ’ αυτή.
Συνεπώς είναι αβάσιμος και απορριπτέος ο μοναδικός λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα και αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια από τον αριθμό 19 και κατ’ εκτίμηση και από τον αριθμό 1 του αρθρ. 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενη ειδικότερα ότι η επικαρπία που με τον πλειστηριασμό απέκτησε σε ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου από τον οφειλέτη της Ν. Κ., έχει διάρκεια μέχρι το δικό της θάνατο και ότι το Εφετείο, κρίνοντας διαφορετικά, εξέλαβε με αντιφατικές αιτιολογίες ότι με τον διενεργηθέντα σε βάρος του ως άνω οφειλέτη της πλειστηριασμό περιήλθε δήθεν σ’ αυτή όχι το εμπράγματο δικαίωμα της επικαρπίας, αλλά μόνο η άσκησή της ως ενοχικό δικαίωμα. Πρέπει έτσι η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, ως ηττηθείσα, στα δικαστικά έξοδα των αντιδίκων της, κατά το σχετικό νόμιμο αίτημα τους (αρθρ. 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως στο διατακτικό ειδικότερα. […]
Πηγή : Νομική Βιβλιοθήκη