ΠΠρΑθ 274/2017
Κοινωνία – Δικαστική διανομή – Δικαστικό ένσημο. Προσεπίκληση – Παρέμβαση – Βιβλία διεκδικήσεων -.
Το δικαστήριο αποφασίζει ανέλεγκτα αν η αυτούσια διανομή του κοινού πράγματος είναι προδήλως ανέφικτη, ιδίως όταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής το διανεμητέο δεν μπορεί να διανεμηθεί σε μέρη ανάλογα με τις μερίδες των κοινωνών χωρίς να μειωθεί η αξία του. Στη δίκη διανομής καλούνται υποχρεωτικά όσοι έχουν δικαίωμα υποθήκης, επικαρπίας, ενεχύρου στο διανεμητέο ή έχουν επιβάλει συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση στη μερίδα κάποιου κοινωνού και καθίστανται αναγκαίου ομόδικοι, ακόμη κι αν δεν ασκήσουν παρέμβαση. Το δικαστικό ένσημο σε περίπτωση διανομής απρόσοδου ακινήτου υπολογίζεται με βάση την αξία του μεριδίου που ανήκει στον ενάγοντα. Σε περίπτωση προβολής ενστάσεως ως προς τον υπολογισμό της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς, το δικαστήριο μπορεί να σχηματίσει την κρίση του με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας, λαμβάνοντας υπόψη και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του νόμου και αν διαπιστώσει διαφορά μεταξύ της πραγματικής και της δηλωθείσας αξίας του αντικειμένου της δίκης, επιβάλει το προσήκον τέλος και απέχει από την περαιτέρω έρευνα της υπόθεσης. Κρίθηκε ότι ο ενάγων δεν κατέβαλε το προσήκον τέλος, διότι το υπολόγισε εσφαλμένα με βάση το εικοσαπλάσιο της ετήσιας προσόδου και το δικαστήριο απέχει από την περαιτέρω έρευνα της υπόθεσης. Απαράδεκτη η κύρια παρέμβαση τράπεζας λόγω μη εγγραφής της στα βιβλία διεκδικήσεων του αρμόδιου υποθηκοφυλακείου.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΟ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ 274/2017
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
************
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Α. Παπαδημητροπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Κωνσταντίνα Πλαστήρα Πρωτοδίκη και Ανδρέα Λίλο, Πρωτοδίκη – Εισηγητή και από την Γραμματέα Μαρία Κωστοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την 18” Οκτωβρίου 2016 για να δικάσει τις υποθέσεις:
[Α] ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …, κατοίκου Μελισσιών Ν. Αττικής, οδός …, ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Αγγέλου Κορομπέλη και ο οποίος κατέθεσε το με αριθμό Π0503611/16-11 -2015 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: …, κατοίκου Νέας Πεντέλης Ν. Αττικής, οδός …, η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου της δικηγόρου Παναγιώτη Νικολόπουλου, η οποία κατέθεσε το με αριθμό Π0013748/19-01-2016 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων.
Ο ενάγων ζητά να γίνει δεκτή η από 10-9-2015 αγωγή του, η οποία κατατέθηκε στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης 87993/28-9-2015 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 3204/28-9-2015 αρχικά προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο στις 8/12/2015, πλην όμως μετά από συνεχείς αναβολές προσδιορίστηκε προς συζήτηση για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, γράφτηκε στο οικείο πινάκιο και εκφωνήθηκε στη σειρά της από αυτό.
[Β] ΤΟΥ ΑΝΑΚΟΙΝΩΝΟΝΤΟΣ ΤΗ ΔΙΚΗ – ΠΡΟΣΕΠΙΚΑΛΟΥΝΤΟΣ ΣΕ ΠΑΡΑΜΒΑΣΗ: …, κατοίκου Μελισσιών Ν. Αττικής, οδός …, ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Αγγέλου Κορομπέλη και ο οποίος κατέθεσε το με αριθμό Π0503611/16-11-2015 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΑΙΚΗΣ – ΠΡΟΣΕΠΙΚΑΛΟΥΜΕΝΗΣ ΣΕ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» που εδρεύει στην Αθήνα Ν. Αττικής, οδός Αιόλου αριθμ. 86, και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Ιωάννη Δέδε, ο οποίος κατέθεσε το με αριθμό Π0027292-19-01-2016 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων.
Ο ανακοινώνων τη δίκη – προσεπικαλών σε παρέμβαση ζητά να γίνει δεκτή η από 20/11/2015 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε παρέμβαση, η οποία κατατέθηκε στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης 106125/23-11-2015 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 3919/23-11-2015 αρχικά προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο στις 9/2/2016, πλην όμως μετά από συνεχείς αναβολές προσδιορίστηκε προς συζήτηση για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, γράφτηκε στο οικείο πινάκιο και εκφωνήθηκε στη σειρά της από αυτό.
[Γ] ΤΗΣ ΚΥΡΙΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ. Της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» που εδρεύει στην Αθήνα Ν. Αττικής, οδός Αιόλου αριθμ. 86, και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Ιωάννη Δέδε, ο οποίος κατέθεσε το με αριθμό Π0027292-19-01-2016 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων.
ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΥΡΙΑ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: [1] …, κατοίκου Μελισσιών Ν. Αττικής, οδός …, ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Αγγέλου Κορομπέλη και ο οποίος κατέθεσε το με αριθμό Π0503611/16.11.2015 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων και [2] …, κατοίκου Νέας Πεντέλης Αττικής, οδός …, η οποία δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η κυρίως παρεμβαίνουσα ζητά να γίνει δεκτή η από 29/12/2015 κύρια παρέμβαση της, η οποία κατατέθηκε στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης 120927/31-12-2015 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 4797/31-12-2015 αρχικά προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο στις 5/4/2016, πλην όμως μετά από συνεχείς αναβολές προσδιορίστηκε προς συζήτηση για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, γράφτηκε στο οικείο πινάκιο και εκφωνήθηκε στη σειρά της από αυτό.
Κατά τη συζήτηση των πιο πάνω υποθέσεων, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παρισταμένων διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις νομίμως κατατεθειμένες έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι: α) η από 10-9-2015 υπ’ αριθμ. καταθ. δικογρ. 87993/3204/28-9-2015 αγωγή του …, β) η από 20/11/2015 υπ’ αριθμ. καταθ. δικογρ. 106125/3919/ 23-11-2015 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε παρέμβαση του … και γ) η από 29/12/2015 υπ’ αριθμ. καταθ. Δικογρ. 120927/4797/31-12-2015 κύρια παρέμβαση της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ». Τα άνω δικόγραφα τα οποία εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, πρέπει να συνεκδικαστούν, δεδομένου ότι είναι συναφή μεταξύ τους, αφού αναφέρονται στο ίδιο ακίνητο, εισάγονται με την ίδια διαδικασία [τακτική] και με τη συνεκδίκασή τους αφενός μεν διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης, αφετέρου δε επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 παρ. 1 και 246 ΚΠολΔ).
Σε περίπτωση κοινωνίας δικαιώματος κάθε κοινωνός έχει δικαίωμα να απαιτήσει τη λύση της κοινωνίας, η οποία επέρχεται με διανομή. Αν δεν συμφωνούν οι κοινωνοί, καθένας από αυτούς μπορεί να απαιτήσει τη δικαστική διανομή του κοινού κατά τις διατάξεις του ΚΠολΔ, η οποία γίνεται είτε αυτούσια, αν το προς διανομή αντικείμενο ή αντικείμενα μπορούν να διαιρεθούν χωρίς μείωση της αξίας τους σε ομοειδή μέρη, ανάλογα με τις μερίδες των κοινωνών, είτε με πώληση διά πλειστηριασμού, οπότε διανέμεται το εκπλειστηρίασμα (ΑΠ 2083/1983, ΝοΒ 33,34, ΕΑ 6350/1991, ΕλΔνη 33,520, ΕΑ 5479/1991, ΕλΔνη 33,589). Κατά τις διατάξεις των άρθρων 800 ΑΚ και 480 παρ.2 και 3 ΚΠολΔ αυτούσια διανομή κοινού πράγματος είναι η φυσική (in natura) διαίρεση του κοινού αντικειμένου σε περισσότερα ίσα κατ’ αξία μέρη, ώστε ο κάθε κοινωνός ή ομάδα κοινωνών να λάβει ανάλογα με την μερίδα του μέρη με κλήρωση ή με επιδίκαση σε ορισμένες περιπτώσεις που προβλέπονται από το νόμο. Προϋποθέσεις της αυτούσιας διανομής είναι σωρευτικά: α) το εφικτό της διανομής, δηλαδή της φυσικής διαίρεσης του πράγματος σύμφωνα με τον προορισμό του χωρίς μείωση της αξίας του και β) η διανομή να είναι συμφέρουσα, δηλαδή να μην επέρχεται με αυτή μείωση της αξίας των μερίδων (ΟλΑΠ 101/1975, ΝοΒ 23,651, ΕΑ 6168/1990, ΕλΔνη 1992,584, ΕΑ 10390/1989, ΕλΔνη 1992,576). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 481 ΚΠολΔ το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να διατάξει απόδειξη αν κρίνει ότι η αυτούσια διανομή είναι προδήλως δυνατή, αδύνατη ή ασύμφορη, σύμφωνα με τους κανόνες της λογικής και της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ.1 και 4 ΚΠολΔ). Επομένως, το Δικαστήριο αποφασίζει ανέλεγκτα, σχετικά με το αν η διανομή του κοινού πράγματος είναι προδήλως ανέφικτη ή όχι, λαμβάνοντας υπόψη τις μερίδες των κοινωνών, το τυχόν αίτημά τους για την δημιουργία ενιαίων κοινών μερίδων κατά το άρθρο 480 παρ.1 ΚΠολΔ, το είδος, τις διαστάσεις και το εμβαδόν του διανεμητέου αν αυτό είναι ακίνητο, καθώς και σχετικά με το αν είναι ανάγκη να διαταχθεί γι’ αυτό απόδειξη (ΑΠ 1082/1999, ΕλΔνη 40,1534, ΑΠ 765/1993, ΕλΔνη 1995,147, ΑΠ 654/1989, ΕλΔνη, 1990,1442, ΕΑ 4019/1999, ΕλΔνη 40,1136, ΕΘ 1839/1987, Αρμ. 42,869). Προδήλως αδύνατη ή ασύμφορη είναι η αυτούσια διανομή όταν, κατά τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, το διανεμητέο δεν μπορεί να διανεμηθεί σε μέρη ανάλογα με τις μερίδες των κοινωνών χωρίς να μειωθεί η αξία του (ΑΠ 1821/1984, ΝοΒ 33,1136, ΕΑ4019/1999, όπ.). Σε περίπτωση δε που το δικαστήριο κρίνει ανέφικτη ή ασύμφορη την αυτούσια διανομή, διατάσσει, σύμφωνα με το άρθρο 484 παρ. 1 ΚΠολΔ, την πώληση του κοινού πράγματος με πλειστηριασμό (ΕΘ 1370/1999, Αρμ 53,922). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 491 ΚΠολΔ στη δίκη διανομής προσεπικαλούνται υποχρεωτικά με επιμέλεια εκείνου που επισπεύδει τη συζήτηση όσοι έχουν δικαίωμα υποθήκης ή ενεχύρου ή επικαρπίας, καθώς και όσοι έχουν επιβάλλει συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση στη μερίδα κάποιου από τους κοινωνούς, άλλως το δικαστήριο και αυτεπάγγελτα αναβάλλει τη συζήτηση και ορίζει προθεσμία μέσα στην οποία πρέπει να προσεπικληθούν τα παραπάνω πρόσωπα επί ποινή απαραδέκτου της αγωγής. Από τη διάταξη αυτή με σαφήνεια προκύπτει ότι επιβάλλεται η υποχρεωτική προσεπίκληση αυτών που έχουν δικαίωμα υποθήκης ή ενεχύρου ή επικαρπίας επί του διανεμητέου πράγματος, καθώς και όσων έχουν επιβάλλει συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση στη μερίδα κάποιου από τους κοινωνούς, οι οποίοι προσερχόμενοι στη δίκη μπορούν να ασκήσουν κύρια παρέμβαση, με μόνη δε την άσκηση της προσεπικλήσεως, η οποία έχει τα αποτελέσματα της ασκήσεως της αγωγής, ο προσεπικαλούμενος και αν ακόμη δεν ασκήσει παρέμβαση αποκτά αυτοδικαίως την ιδιότητα του κύριου διαδίκου και καθίσταται αναγκαίος ομόδικος των συγκυρίων, ανάμεσα στους οποίους διεξάγεται η δίκη διανομής του κοινού πράγματος, με την έννοια του άρθρου 76 παρ. 1 ΚΠολΔ (άρθρα 69, 87, 88, 91, 275, 279 ΚΠολΔ, ΟλΑΠ 20/1995, ΕλΔνη 36,1534, ΕΑ 5383/1998, ΕλΔνη 39,1353, ΕΑ 2020/1983, Αρμ 1984,476). Η διάταξη αυτή θεσπίσθηκε γιατί ο νομοθέτης, ενόψει των σοβαρών συνεπειών που επιφέρει η διανομή κοινού πράγματος, στο οποίο τρίτοι έχουν δικαιώματα υποθήκης ή ενεχύρου ή επικαρπίας ή έχουν επιβάλλει συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση στην ιδανική μερίδα ενός από τους συγκυρίους, θέλησε οι προαναφερόμενοι τρίτοι, όχι να λαμβάνουν απλώς γνώση της δίκης διανομής αλλά και να συμμετέχουν υποχρεωτικά σ’ αυτήν, αφού από την τελεσιδικία της σχετικής αποφάσεως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 491 παρ. 2 ΚΠολΔ, που εισήγαγε νέα ρύθμιση, διαφορετική από εκείνη του ΑΚ (άρθρο 803), η υποθήκη ή το ενέχυρο περιορίζονται εφεξής μόνο στα μέρη που περιήλθαν στον οφειλέτη, σύμφωνα δε
με τη διάταξη του άρθρου 494 ΚΠολΔ στην περίπτωση της αυτούσιας διανομής η συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση περιορίζεται επίσης στο μέρος που περιήλθε στον οφειλέτη.
Ο ενάγων της υπό στοιχείο [Α] από 10-9-2015 υπ’ αριθμ. καταθ. δικογρ. 87993/3204/28-9-2015 αγωγής, εκθέτει ότι τυγχάνει συγκύριος κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου με την εναγομένη, της περιγραφόμενης στο ιστορικό της παρούσας αυτοτελούς και ανεξάρτητης ιδιοκτησίας η οποία βρίσκεται στην Ν. Πεντέλη Αττικής. Ότι η κατοικία αυτή αποτελεί ανεξάρτητη αυτοτελή και ανεξάρτητη οριζόντια ιδιοκτησία, έχει υπαχθεί στις διατάξεις του Ν. 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ, ενώ περιήλθε σε αυτούς εξ αγοράς με το με αριθμό 3360/2005 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών …, νόμιμα μεταγραφέν. Ότι η αξία του άνω ακινήτου ανέρχεται σε ποσό 260.000 ευρώ και ότι η εναγόμενη δεν συναινεί στην εξώδικη διανομή της άνω οικίας. Ότι για τον λόγο αυτό έχει δικαίωμα να απαιτήσει δικαστικά την λύση της κοινωνίας και ότι επειδή η αυτούσια διανομή της άνω οικίας είναι αδύνατη πρέπει να διαταχθεί από το Δικαστήριο η πώληση με τις διατυπώσεις του δημόσιου πλειστηριασμού ώστε από τον πλειστηριασμό να λάβουν ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου έκαστος των δύο. Ότι στο ακίνητο έχει εγγραφεί προσημείωση υποθήκης υπέρ της ΕΤΕ. Ζητά επομένως για την άνω αιτία να διαταχθεί η διανομή του περιγραφόμενου ακινήτου με την πώληση δια πλειστηριασμού διοριζόμενης προς τούτου υπαλλήλου επί του πλειστηριασμού την συμβολαιογράφο Σαλαμίνας … ώστε από το πλειστηριασμό να λάβουν το μερίδιο που τους αναλογεί και να καταδικασθεί η εναγομένη στην δικαστική του δαπάνη. Με το περιεχόμενο αυτό, η αγωγή, η οποία καταχωρήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως, ήτοι εντός μηνός από της καταθέσεως της, κατά τα άρθρα 220 ΚΠολΔ στο Υποθηκοφυλακείο Χαλανδρίου (ιδ. σχετ. με αριθμό 263/22-10-2015 πιστοποιητικό του Υποθηκοφύλακα Χαλανδρίου) είναι επαρκώς ορισμένη – παρά τα αντιθέτου εκτιθέμενα από την εναγομένη – και παραδεκτώς και αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον φέρεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του δικαστηρίου (άρθρα 9, 11 αρ. 5, 18 και 22 ΚΠολΔ), κατά την τακτική διαδικασία. Είναι δε νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 785, 795, 798, 799, 800, 801, 1113, 1192, 1198 ΑΚ και 479, 480 επ., ΚΠολΔ. Κατά την άποψη του παρόντος Δικαστηρίου εξάλλου δεν απαιτείται προκειμένου για το παραδεκτό της συζήτησης της κρινόμενης αγωγής η προσκομιδή του πιστοποιητικού του άρθρου 54 Α του Ν. 4174/2013, εφόσον η διάταξη αυτή ούσα διάταξη φορολογικής φύσης παραβιάζει το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.) και τις διατάξεις των άρθρων 17, 20 και 25 του Συντάγματος (δικαίωμα της ιδιοκτησίας, δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας και αρχή της αναλογικότητας ΠΠΘεσ/κης 15203/2014 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ “ΝΟΜΟΣ”). Το παρεπόμενο δε αίτημα να οριστεί υπάλληλος του πλειστηριασμού πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, εφόσον υπάλληλος για τον πλειστηριασμό δεν ορίζεται από το Δικαστήριο, διότι από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 484 παρ. 2, 927 και 954 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο επισπεύδων τον πλειστηριασμό συγκύριος ορίζει και τον υπάλληλο αυτού. Τέλος, το αίτημα να καταδικασθεί η εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών εξόδων πρέπει ομοίως να απορριφθεί ως μη νόμιμο, εφόσον τα έξοδα της δίκης διανομής βαρύνουν τη διανεμητέα περιουσία και συμψηφίζονται μεταξύ των διαδίκων κατά το λόγο της συγκυριότητά τους στο κοινό πράγμα (ΕφΑθ 2237/2003, ΕΠατρ 752/2003 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ “ΝΟΜΟΣ”. ΕΠειρ 918/1996 ΕλΔ 38.859, ΕΑ 834/1995 ΕλΔ 37.159).
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1 και 3 Ν. ΓΠΟΗ/1912 «περί δικαστικού ενσήμου», όπως ο νόμος αυτός ερμηνεύτηκε αυθεντικώς με το ν.δ. 1544/1942 και τροποποιήθηκε με το ν.δ. 4189/1961, ως αντικαταστάθηκε με την περ. 6 της υποπαραγράφου 1Γ1 του άρθρου πρώτου Ν. 4093/2012 , ως αυτή τροποποιήθηκε με την παρ. 1β άρθρου 40 του Ν. 4111/2013 «το δικαστικό ένσημο καθορίζεται σε ποσοστό οκτώ τοις χιλίοις (8 %0) επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγής ή άλλου δικογράφου που υποβάλλεται σε οποιοδήποτε δικαστήριο του Κράτους και υπόκειται σε δικαστικό ένσημο κατά τις οικείες διατάξεις, εφόσον το αιτούμενο ποσό είναι ανώτερο των διακοσίων (200) ευρώ, και επιπλέον αυτού, καταβάλλεται ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) υπέρ του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (Τομέας Ασφάλισης Νομικών), ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) υπέρ του Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Ε.ΟΠ.Υ.Υ.) και χαρτόσημο ποσοστού 2,4%, τα οποία ανωτέρω ποσοστά υπολογίζονται επί του ποσού του δικαστικού ενσήμου.» Σε αγωγή διανομής ακινήτου το τέλος δικαστικού ενσήμου που πρέπει να καταβληθεί υπολογίζεται και υπό την ισχύ του ΚΠολΔ με βάση το εικοσαπλάσιο της ετήσιας προσόδου του μεριδίου που ανήκει στον ενάγοντα. Αυτό το τελευταίο όμως δεν εφαρμόζεται σε κάθε αγωγή διανομής, αλλά μόνο σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου από το διανεμητέο ακίνητο προκύπτει ετήσια πρόσοδος, με την έννοια πραγματικής απολαυής εισοδημάτων από το ακίνητο. Διαφορετικά, αν το διανεμητέο ακίνητο είναι απρόσοδο για τους κοινωνούς, γίνεται δεκτό ότι το δικαστικό ένσημο υπολογίζεται με βάση την αξία του μεριδίου που ανήκει στον ενάγοντα κοινωνό, ήτοι κατά τους ορισμούς της παρ. 2 και όχι της παρ. 3 του ως άνω άρθρου 2 ν. ΓΠΟΗ/1912 (ΕφΑΘ 5576/2005 ΑρχΝ 2006. 187, ΕφΑΘ 9525/2001 ΕλλΔνη 2003. 215, ΕφΑΘ 10/2000 ΕλλΔνη 2001. 770, 784, ΕφΠειρ 720/1995 ΑρχΝ 1995. 570, Κ. Παπαδόπουλος, “Αγωγές εμπραγμάτου δικαίου” τόμος Α’ σελ. 452). Περαιτέρω, κατά την παρ. 4 του ίδιου άρθρου και νόμου, σε περίπτωση προβολής ενστάσεως ως προς τον υπολογισμό της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς, ή και αυτεπαγγέλτως, το δικαστήριο μπορεί κατά την κρίση του να αποφασίσει με βάση βεβαιώσεις ή να διατάξει αποδείξεις σε βάρος του υπόχρεου. Εξάλλου, επειδή ο παραπάνω νόμος δεν περιλαμβάνει διάταξη ως προς τον τρόπο υπολογισμού της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς για τον καθορισμό του δικαστικού ενσήμου, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του ΚΠολΔ που αφορούν στον τρόπο προσδιορισμού της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς για τον καθορισμό της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του δικαστηρίου. Όπως δε προκύπτει από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 8, 9 και 11 περ. 5 ΚΠολΔ για τον προσδιορισμό της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς, για τον καθορισμό της κατά τα άρθρα 14 επ. ΚΠολΔ υλικής αρμοδιότητας του δικαστηρίου, λαμβάνεται υπόψη, για τη διανομή, η αξία του αντικειμένου που πρέπει να διανεμηθεί, η οποία, αν αμφισβητηθεί, κρίνεται ελεύθερα από το δικαστήριο, κατ’ εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, χωρίς να δεσμεύεται από τα αποδεικτικά μέσα του άρθρου 339 ΚΠολΔ. Έτσι, δικαιούται να σχηματίσει την κρίση του με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και λαμβάνοντας υπόψη και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του νόμου, αρκεί να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση. (ΕφΑΘ 10/2000 ΕλλΔνη 2001. 770, 784). Αν αποδειχθεί ότι η διαπιστωθείσα διαφορά μεταξύ πραγματικής και δηλωθείσας αξίας του αντικειμένου της αγωγής υπερβαίνει το 1/3 της πραγματικής αξίας, επιβάλλεται διπλάσιο τέλος για όλη τη διαφορά, διαφορετικά επιβάλλεται απλό τέλος. Το Δικαστήριο, όταν επιβάλλει απλό ή διπλό τέλος, απέχει από την περαιτέρω έρευνα της υπόθεσης εωσότου καταβληθεί, κατά την επόμενη συζήτηση, εάν δε ο ενάγων, κατά την επόμενη συζήτηση, παραλείψει την καταβολή, λογίζεται ως ερήμην δικασθείς και η αγωγή απορρίπτεται (ΕφΘεσ/κης 602/2005 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ “ΝΟΜΟΣ”, ΕφΘεσ/κης 1309/1994 Αρμ. 1994. 586).
Στην προκείμενη περίπτωση το αντικείμενο της αγωγής υπό στοιχείο [Α] αγωγής είναι η διανομή του περιγραφόμενου στην αγωγή ακινήτου. Το ακίνητο αυτό, ήτοι μία αυτοτελής και ανεξάρτητη οριζόντια ιδιοκτησία με τα στοιχεία Μι κεφαλαίο αριθμός δύο (Μ-2) με στέγη υποχρεωτική, διώροφη με υπόγειο κατοικία, αποτελούμενη από υπόγειο, ισόγειο και πρώτο υπέρ το ισόγειο όροφο, βρίσκεται κτισμένη επί οικοπέδου που βρίσκεται στην Νέα Πεντέλη Ν. Αττικής, στην περιφέρεια της Κοινότητας Νέας Πεντέλης, μέσα στο εγκεκριμένο σχέδιο της κοινότητας Νέας Πεντέλης Αττικής, στην θέση Άγιος Σύλλας εντός του … ΟΤ που περιβάλλεται από τις οδούς …. και … και επί της οδού … επί της οποίας φέρει τον αριθμό 3. Το άνω οικόπεδο έχει έκταση 400 τ.μ. Στην άνω οικία ανήκουν κατ’ αποκλειστική χρήση: α) ο πίσω ακάλυπτος χώρος του οικοπέδου, που έχει επιφάνεια 71,95 τ.μ., β) ο ακάλυπτος χώρος του οικοπέδου που έχει επιφάνεια 50,68 τ.μ. Η συνολική επιφάνεια του ισογείου και πρώτου ορόφου που αποτελούν και το κύριο τμήμα της άνω κατοικίας ανέρχονται σε 119,55 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 500/1000 εξ αδιαιρέτου, ήτοι αναλογία επί του οικοπέδου σε μέτρα τετραγωνικά 200, ιδιόκτητο συνολικό όγκο 573,81 κυβικά μέτρα, συνορευόμενη γύρωθεν με ακάλυπτο χώρο οικοπέδου και πέραν αυτής με την οδό …, με εκατέρωθεν γειτονικές ιδιοκτησίες και με την υπό στοιχεία Μ-1 ιδιοκτησία. Το οικόπεδο αυτό τυγχάνει ωστόσο απρόσοδο για τους διαδίκους, εφόσον ουδείς εξ αυτών ισχυρίζεται ότι έχει εκμισθωθεί, με την έννοια της πραγματικής απολαβής εισοδημάτων από αυτό ούτως ώστε να αποφέρει εισοδήματα από μισθώματα ετησίως (ΑΠ 830/1980, ΝοΒ 29.84, ΕφΑΘ 1211/2000, δημοσιευμένη στην ΤΝΠ “ΝΟΜΟΣ”, ΕφΑΘ 10/2000 ΕλΔνη 42.784, ΕφΠειρ 980/1996, ΕλλΔνη 39.629, Κ. Παπαδόπουλου, ό.π., σελ.452, Β. Βαθρακοκοίλη, ό.π., υπ’ άρθ. 478, σελ.26) με συνέπεια το δικαστικό ένσημο να υπολογίζεται με βάση την αξία του ιδανικού μεριδίου του ενάγοντα, ήτοι κατά τους ορισμούς της παρ. 2 και όχι της παρ. 3 του ως άνω άρθρου 2 Ν ΓΠΟΗ/1912 [Κ. Παπαδόπουλος, “Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου”, τόμος Α (1989) σελ. 452, και ΕφΠειρ. 166/2011 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ “ΝΟΜΟΣ”). Ωστόσο, ο ενάγων αποτιμά την αξία του δικαστικού ενσήμου με το 20πλάσιο της ετήσιας προσόδου, με τεκμαρτό μηνιαίο μίσθωμα 600 ευρώ, ανερχόμενο αυτό κατά τους υπολογισμούς του σε 72.000 ευρώ και την αξία εξ αυτού του λόγου του ενσήμου σε 576 ευρώ, ενώ η εναγόμενη αποτιμά το τεκμαρτό μίσθωμα ενόψει της αξίας του ακινήτου σε ποσό 1.000 ευρώ και την αξία του ενσήμου σε 1.319,04 ευρώ, ενώ προβάλει την ένσταση ότι η συζήτηση της αγωγής πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη διότι δεν καταβλήθηκε το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου. Το Δικαστήριο εκτιμώντας ελεύθερα τα αποδεικτικά μέσα και δη τα προσαγόμενα φύλλα υπολογισμού του εν λόγω ακινήτου, την κατάθεση των μαρτύρων και την περιγραφή του ακινήτου στο με αριθμό …/2005 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών …, άγεται στην κρίση ότι η αξία αυτού ανέρχεται σε ποσό 220.000 ευρώ και του ιδανικού μεριδίου του ενάγοντος σε 110.000 ευρώ. Το δε δικαστικό ένσημο υπολογιζόμενο με βάση την αξία αυτή ανέρχεται σε 880 ευρώ, ποσό που υπολείπεται του άνω καταβληθέντος με το με αριθμό … διπλότυπο της ΔΟΥ ΙΓ Αθηνών, έστω και αν αυτό καταβλήθηκε με την συλλογιστική που περιγράφηκε, ήτοι σαν να επρόκειτο για προσοδοφόρο ακίνητο. Επομένως, πρέπει, εωσότου καταβληθεί το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου, κατά την επόμενη συζήτηση της αγωγής, το Δικαστήριο να απέχει από την περαιτέρω έρευνα της υπόθεσης (βλ. και ΕφΘεσ/κης 1309/1994, ό.π.).
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 451 παρ. ΚΠολΔ «στη δίκη διανομής προσεπικαλούνται υποχρεωτικά με επιμέλεια εκείνου που επισπεύδει τη συζήτηση όσοι έχουν δικαίωμα υποθήκης ή ενεχύρου ή επικαρπίας, καθώς και όσοι έχουν επιβάλει συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση στη μερίδα κάποιου από τους κοινωνούς». Η διάταξη αυτή θεσπίστηκε γιατί ο νομοθέτης, ενόψει των σοβαρών συνεπειών που επιφέρει η διανομή κοινού πράγματος, στο οποίο τρίτοι έχουν δικαίωμα υποθήκης ή ενέχυρου ή επικαρπίας ή έχουν επιβάλει συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση στην ιδανική μερίδα ενός από τους συγκυρίους, θέλησε οι προαναφερόμενοι τρίτοι, όχι να λαμβάνουν απλώς γνώση της δίκης διανομής, αλλά και να συμμετέχουν υποχρεωτικώς σε αυτή, αφού από την τελεσιδικία της σχετικής αποφάσεως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 492 παρ. 1 ΚΠολΔ, που εισήγαγε νέα ρύθμιση, διαφορετική από εκείνη του ΑΚ, η υποθήκη ή το ενέχυρο περιορίζονται εφεξής μόνο στα μέρη που περιήλθαν στον οφειλέτη. Ακόμη ο νόμος (άρθρο 492 παρ. 2 και 3 ΚΠολΔ), προκειμένου να εξασφαλίσει πληρέστερα τα συμφέροντα του εν λόγω υποχρεωτικώς προσεπικαλουμένου ενυπόθηκου ή ενεχυρούχου δανειστή, του παρέχει το δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο που διατάζει τη διανομή να διατάξει υπέρ αυτού τα πρόσθετα εξασφαλιστικά μέτρα α) της συστάσεως υποθήκης ή ενεχύρου σε αντικείμενα που με τη διανομή περιέρχονται στον οφειλέτη του, στα οποία δεν έχει συσταθεί υποθήκη ή ενέχυρο και β) της εξοφλήσεως (εν όλω ή εν μέρει) ύστερα από αίτηση του ενυπόθηκου ή ενεχυρούχου δανειστή, της ασφαλισμένης με υποθήκη ή το ενέχυρο απαιτήσεως του, έστω και αν αυτή δεν είναι ληξιπρόθεσμη κατά το χρόνο της διανομής, με την καταβολή εκ μέρους του άλλου κοινωνού ολόκληρου ή μέρους του ποσού που οφείλει ο τελευταίος στον κοινωνό που η μερίδα του βαρύνεται με υποθήκη ή ενέχυρο, προκειμένου να εξισωθούν οι μερίδες τους (ΟλΑΠ 20/1995 ΕλλΔνη 36.1534). Τέλος, μπορούν να προβάλλουν και ισχυρισμούς σχετικά με τον επιδιωκόμενο τρόπο διανομής εκ μέρους των κύριων διαδίκων (Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας “Ερμηνεία ΚΠολΔ”, τόμος I, υπό ερμηνεία άρθρου 491 αριθμ. παρ. 2, Στ. Πανταζόπουλος, “Προσεπίκληση” σ. 258). Οι προσεπικληθέντες, που περιοριστικά απαριθμούνται στο πιο πάνω άρθρο, μπορεί να ασκήσουν κύρια παρέμβαση, ενόψει της με αυτή επιδιωκόμενης διάγνωσης και στη συνέχεια διάπλασης των εμπραγμάτων δικαιωμάτων της υποθήκης, του ενεχύρου και της επικαρπίας και της δεσμευτικότητας που επιφέρει από το νόμο η συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση στο εξ αδιαιρέτου μερίδιο συγκυριότητας του οφειλέτη του (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ τόμος Γ άρθρο 491, σελ. 77). Με τα δεδομένα αυτά και το γεγονός ότι η άσκηση της προσεπικλήσεως έχει κατά το άρθρο 89 εδάφ. β ΚΠολΔ τα αποτελέσματα που έχει και η άσκηση της αγωγής, ο ενυπόθηκος ή ενεχυρούχος δανειστής από την επίδοση σε αυτόν της προσεπίκλησης καθίσταται αναγκαίος ομόδικος των συγκυριών ανάμεσα στους οποίους διεξάγεται η δίκη της διανομής του κοινού πράγματος υπό την έννοια του άρθρου 76 παρ. 1 ΚΠολΔ, και έτσι αποκτά την ιδιότητα του διαδίκου έστω και αν δεν άσκησε παρέμβαση, ενώ δεσμεύεται από το δεδικασμένο που πηγάζει από την απόφαση που εκδίδεται επί της αγωγής διανομής, διότι έτσι διευρύνονται και ως προς αυτόν τα υποκειμενικά όρια της δίκης (ΟλΑΠ 20/1995 ό.π., Κ. Παπαδόπουλου, “Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου”, έκδοση 1989 σελ. 409). Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 492 ΚΠολΔ καθορίζεται η προστασία του ενυπόθηκου ή ενεχυρούχου δανειστή στην αυτούσια διανομή του κοινού πράγματος. Αν το εν λόγω υποχρεωτικώς προσεπικαλούμενο πρόσωπο δεν εμφανισθεί στη δίκη διανομής κοινού πράγματος θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται, κατά το άρθρο 76 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, από τους λοιπούς παριστάμενους διαδίκους (κοινωνούς) και δεσμεύεται από το δεδικασμένο που πηγάζει από την απόφαση που εκδίδεται επί της αγωγής διανομής, διότι διευρύνονται και ως προς αυτό τα υποκειμενικά όρια της δίκης (ΑΠ Ολ 20/1995, ΝοΒ 44,414). Τέλος, από τη διάταξη της παρ.2 του άρθρου 491 ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν δεν έγινε η προσεπίκληση των οριζόμενων στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου προσώπων, το δικαστήριο, είτε με αίτηση κάποιου από τους διαδίκους, είτε αυτεπαγγέλτως, αναβάλλει την συζήτηση της αγωγής διανομής και ορίζει προθεσμία εντός της οποίας πρέπει αυτά να προσεπικληθούν.
Στην προκειμένη περίπτωση με την από 20/11/2015 υπ’ αριθμ. καταθ. δικογρ. 106125/3919/23-11-2015 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε παρέμβαση ο ενάγων της άνω κύριας υπό στοιχείο [Α] αγωγής …, ανακοίνωσε την ανοιγείσα μεταξύ αυτού και της εναγομένης … σχετική δίκη διανομής και προσεπικάλεσε να παρέμβει σ’ αυτήν η καθ’ ης τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ», η οποία προς εξασφάλιση απαίτησης της έχει εγγράψει στο προς διανομή ακίνητο προσημείωση υποθήκης για ποσό των 300.000 ευρώ, ούτως ώστε αυτή (καθ’ ης) να λάβει γνώση της ανοιγείσας δίκης και να παρέμβει σ’ αυτήν, προκειμένου να ικανοποιήσει τα δικαιώματα της. Η ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση αυτή με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα παραδεκτά εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου που είναι αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο (άρθρα 31 παρ. 1, 89, 91 και 491 ΚΠολΔ), κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία και νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις που αναφέρονται στην άνω μείζονα σκέψη και σ’ αυτές των άρθρων 89, 91 ΚΠολΔ.
[Γ] Από τη διάταξη του άρθρου 484 του ΚΠολΔ, στην οποία ορίζεται μεταξύ των άλλων ότι σε περίπτωση δικαστικής διανομής ακινήτου του οποίου η αυτούσια διανομή είναι ανέφικτη ή ασύμφορη και διαταχθεί ως εκ τούτου η πώληση με πλειστηριασμό η διαδικασία του πλειστηριασμού διεξάγεται σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 959 επ. με την καταβολή δε του πλειστηριάσματος επέρχεται απόσβεση της υποθήκης ή του ενεχύρου που υπάρχει στα πράγματα, τα οποία εκπλειστηριάστηκαν, με σαφήνεια προκύπτει ότι επί του πλειστηριασμού αυτού, που διενεργείται σε περίπτωση δικαστικής διανομής, εφαρμόζονται όλες οι διατάξεις των άρθρων 959 επ. του ΚΠολΔ, μεταξύ των οποίων και αυτές που προβλέπουν την καταβολή του πλειστηριάσματος και την αναγγελία των δανειστών, ώστε με την αναγγελία στον πλειστηριασμό και την κατάταξη θα ικανοποιηθεί η απαίτηση των δανειστών που έχουν δικαίωμα υποθήκης ή ενεχύρου επί του κοινού και των οποίων η υποθήκη η το ενέχυρο αποσβέστηκαν με την καταβολή του πλειστηριάσματος, μετατρεπόμενα σε απαίτηση κατά προτίμηση ικανοποίησης από το πλειστηρίασμα σαν να είχε ασκηθεί η από την υποθήκη ή το ενέχυρο εμπράγματη αξίωση με αναγκαστική εκποίηση του πράγματος. Εξάλλου από καμιά διάταξη των άρθρων 798 επ. ΑΚ και 478 επ. ΚΠολΔ περί λύσης της κοινωνίας και διανομής δεν παρέχεται στο δικαστήριο που διατάσσει την πώληση του κοινού πράγματος με πλειστηριασμό η εξουσία να διατάσσει, εκτός από όσα ορίζονται στα άρθρα 479 και 484 ΚΠολΔ, συγχρόνως ύστερα από αίτηση του υποχρεωτικά προσεπικληθέντος και παρεμβαίνοντος ενυπόθηκου δανειστή ή και αυτεπάγγελτα την καταβολή σε αυτόν από το πλειστηρίασμα του ποσού που του οφείλεται για την εξόφληση της ενυπόθηκης απαίτησης του ή την κατάταξη του σε αυτό προνομιακά, ή τη δημόσια κατάθεση του ποσού ούτε και την αναγνώριση των απαιτήσεων του εν λόγω προσεπικληθέντος ή των υπέρ αυτού βαρών. Εξάλλου, σκοπός της κατ’ άρθρο 491 ΚΠολΔ προσεπίκλησης εκείνων που έχουν δικαίωμα υποθήκης, ενεχύρου ή επικαρπίας, καθώς και όσων έχουν επιβάλλει συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση στη μερίδα κάποιου από τους κοινωνούς είναι να λάβουν και αυτοί γνώση της δίκης περί διανομής και με παρέμβαση τους σ’ αυτή να διασφαλίσουν τα επηρεαζόμενα από τη διανομή νόμιμα συμφέροντα τους και ν’ ασκήσουν τα κατά το άρθρο 492 παρ. 2 και 3 δικαιώματα τους σε περίπτωση δε κατά την οποία διατάχθηκε η πώληση του κοινού με πλειστηριασμό, να αναγγελθούν νόμιμα και εμπρόθεσμα στον υπάλληλο του πλειστηριασμού για την προνομιακή ικανοποίηση της ασφαλιζόμενης απαίτησης από το πλειστηρίασμα με την καταβολή του οποίου αποσβέστηκε το εμπράγματο δικαίωμά τους. Επισημαίνεται ότι για την άσκηση παρεμβάσεως απαιτείται η τήρηση των διατυπώσεων ασκήσεως της αγωγής, ήτοι σύνταξη δικογράφου, κατάθεση αυτού και κοινοποίηση στους κύριους διαδίκους (81, 215 του ΚΠολΔ, όταν δε αφορά σε δίκη διανομής ακινήτου μεταξύ άλλων πρέπει να εγγράφεται στα βιβλία διεκδικήσεων, μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την επομένη της κατάθεσης του σχετικού δικογράφου, διαφορετικά απορρίπτεται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη κατ” άρθρο 220 παρ. 1 σε συνδ. με 217 ΚΠολΔ (βλ. σχετ. ΑΠ 1838/2014, ΑΠ1848/1988, ΕφΙωαν 252/2009, ΕφΠατρ 750/2006 και ΕφΑΘ 2424/2004 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ “ΝΟΜΟΣ”).
Από τις υπ’ αριθμ. 4068Γ/29-1-2016 και 4069/729-1-2016 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο πρωτοδικείο Αθηνών … που προσκομίζει και επικαλείται η κυρίως παρεμβαίνουσα, προκύπτει ότι ακριβές και επικυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης παρέμβασης, με πράξη ορισμού δικασίμου κλήση προς συζήτηση για την αρχικά προσδιορισθείσα δικάσιμο 5/4/2016, οπότε αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στους καθ’ ων .. και … αντίστοιχα, εκ των οποίων η δεύτερη δεν εμφανίσθηκε στην παραπάνω δικάσιμο κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από την σειρά του πινακίου. Λαμβανομένων, όμως, υπόψη ότι η μεταφορά της υποθέσεως στην μετ’ αναβολή δικάσιμο και η εκ νέου αναγραφή της στο πινάκιο, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων [άρθρο 226 παρ. 4 ΚΠολΔ] καθώς επίσης και ότι με την άσκηση της ως άνω παρεμβάσεως, η ανωτέρω αναφερόμενη καθ’ ης θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται κατ άρθρο 76 παρ 1 ΚΠολΔ από τον έτερο παριστάμενο διάδικο (κοινωνό) και αναγκαίο ομόδικό της, το Δικαστήριο θα προχωρήσει στην έρευνα της υπόθεσης σαν να ήταν κι αυτή παρούσα.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την ασκηθείσα κύρια παρέμβαση της, κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου, η τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ» εκθέτει ότι προς εξασφάλιση απαίτησης της απορρέουσας από την αναφερόμενη ιδιωτική σύμβαση δανείου έχει εγγράψει στο προς διανομή ακινήτου, ανήκοντος στους καθ’ ων η κύρια παρέμβαση [διαδίκους κύριας αγωγής διανομής] πρώτη προσημείωση για ποσό 300.000 ευρώ. Ότι παρεμβαίνει στη δίκη διανομής και ζητά να γίνει δεκτή η παρέμβαση της, [ι] να αναγνωριστεί ότι υφίσταται εγγεγραμμένη πρώτη προσημείωση υποθήκης και [ιι] στην περίπτωση πλειστηριασμού να υποχρεωθεί ο υπάλληλος του πλειστηριασμού να της καταβάλει για ανεξόφλητο υπόλοιπο δανείου και τόκων μέχρι την πλήρη εξόφληση του το ποσό των 197.617,50 ευρώ και να καταδικαστούν οι καθ’ ων η κύρια παρέμβαση στη δικαστική της δαπάνη. Με το περιεχόμενο και τα αιτήματα αυτά η κρινόμενη κύρια παρέμβαση αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρο 31 ΚΠολΔ) κατά την τακτική διαδικασία συνεκδικαζόμενη ως προαναφέρθηκε με την κύρια αγωγή, πλην όμως πρέπει ν’ απορριφθεί ως απαράδεκτη, λόγω μη εγγραφής της, στα βιβλία διεκδικήσεων, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, σημειουμένου ότι ουδεμία μνεία γίνεται από την παρεμβαίνουσα στις νομίμως κατατεθειμένες προτάσεις της περί πλήρωσης της άνω διαδικαστικής προϋπόθεσης, ούτε άλλωστε επίκληση του σχετικού πιστοποιητικού εγγραφής. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί η κυρία παρέμβαση, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας και τα δικαστικά έξοδα αυτής, δεκτού γενομένου του σχετικά νόμιμα υποβληθέντος αιτήματος του παριστάμενου πρώτου καθ’ ου να επιβληθούν στην κυρίως παρεμβαίνουσα, λόγω της ήττας της κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό της παρούσας, ενώ δεν επιδικάζονται έξοδα ως προς την απολιπομένη δεύτερη καθ’ ης, καθόσον της ερημοδικίας της δεν υποβλήθηκε σε έξοδα και ελλείψει σχετικού αιτήματος [άρθρα 181 παρ. 2 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ]. Εξάλλου, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 76 παρ. 1 και 501 ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο ισχύει σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας, δικαίωμα ν’ ασκήσει αιτιολογημένη ανακοπή ερημοδικίας, κατά της απόφασης που εκδόθηκε παρά την απουσία του έχει ο αναγκαίος ομόδικος που ήταν απών κατά τη δίκη, έστω και αν αυτός, σύμφωνα με την πρώτη από τις διατάξεις αυτές θεωρείται ότι αντιπροσωπεύθηκε στη δίκη από τους παρόντες αναγκαίους ομοδίκους του, αφού προϋπόθεση για την αντιπροσώπευση αυτή είναι να είχε αυτός κλητευθεί νόμιμα στη δίκη. Προκειμένου, ειδικότερα, για δίκη διανομής κοινού πράγματος, οπότε η σχετική αγωγή έχει διπλό χαρακτήρα, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 798 και 799 ΑΚ, 480 παρ. 3, 481 αριθμ. 2, 483 και 489 ΚΠολΔ και η θέση κάθε κοινωνού ως ενάγοντος ή εναγομένου είναι συμπτωματική, εξαρτώμενη από το ποιος είχε την πρωτοβουλία να ασκήσει την αγωγή, κάθε δε κοινωνός είναι συγχρόνως ομόδικος και αντίδικος των υπόλοιπων συγκοινωνών, ούτε ο κανόνας της αντιπροσώπευσης του απόντος κοινωνού διαδίκου από τους παρόντες συγκοινωνούς, αναγκαίους ομοδίκους του, έχει εφαρμογή, και συνεπώς σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί εκ των προτέρων ν’ αποκλεισθεί το έννομο συμφέρον του απόντος συγκοινωνού διαδίκου ν’ ασκήσει κατά της απόφασης που εκδόθηκε ερήμην του ανακοπή ερημοδικίας, τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της οποίας, όπως είναι και η ύπαρξη έννομου συμφέροντος προς άσκησή της, κρίνει μόνο το δικαστήριο που δικάζει την ανακοπή ερημοδικίας, το οποίο κρίνει και τη βασιμότητα των λόγων της ανακοπής, δεν μπορεί δε να τις κρίνει παρεμπιπτόντως το Δικαστήριο που εξετάζει τη βασιμότητα της αγωγής τελεσιδικήσει (ΟλΑΠ 15/2001 και ΑΠ 149/2012 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ “ΝΟΜΟΣ”). Κατ’ ακολουθίαν όσων αναφέρθηκαν ανωτέρω, συνεκδικαζόμενων της αγωγής, της προσεπίκλησης και της κύριας παρέμβασης, το δικαστήριο πρέπει, εωσότου καταβληθεί το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου, κατά την επόμενη συζήτηση της αγωγής, το Δικαστήριο να απέχει από την περαιτέρω έρευνα της υπόθεσης όσον αφορά την υπό στοιχείο [Α] αγωγή κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΑΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων α) την από 10-9-2015 υπ’ αριθμ. καταθ. δικογρ. 87993/3204/28-9-2015 αγωγή, β) την από 20/11/2015 υπ’ αριθμ. καταθ. δικογρ. 106125/3919/23-11-2015 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε παρέμβαση και γ) την από 29/12/2015 υπ’ αριθμ. καταθ. δικογρ. 120927/4797/ 31-12-2015 κύρια παρέμβαση.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας, εκ μέρους της καθ’ ης η υπό στοιχείο [Γ] κύριας παρέμβασης …, στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
[Α] Επί της από 10-9-2015 υπ’ αριθμ. καταθ. δικογρ. 87993/3204/28-9-2015 αγωγής.
ΑΠΕΧΕΙ από την περαιτέρω έρευνα της αγωγής μέχρι την καταβολή του αναφερόμενου στην σκέψη της παρούσας απόφασης τέλους δικαστικού ενσήμου κατά την επόμενη συζήτηση της αγωγής.
[Γ] Επί της από 29/12/2015 υπ’ αριθμ. καταθ. Αικογρ. 120927/4797/31-12-2015 κύριας παρέμβασης.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την κύρια παρέμβαση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της κυρίως παρεμβαίνουσας τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία “ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.” τα δικαστικά έξοδα του καθ’ ου …, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε σε μυστική διάσκεψη στην Αθήνα, στις 6 Δεκεμβρίου του έτους 2016.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στην Αθήνα στις 2 Φεβρουαρίου του έτους 2017, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ