Ως αφάνεια ορίζεται η εξομοιούμενη με θάνατο νομική κατάσταση προσώπου το οποίο «εξαφανίστηκε ενώ βρισκόταν σε κίνδυνο ζωής» ή το οποίο «λείπει πολύ καιρό χωρίς ειδήσεις». Για παράδειγμα κάποιος είναι αγνοούμενος από ναυάγιο, ή από αεροπορικό δυστύχημα, ή κάποιος ασθενείς που δεν μπορεί να ζήσει χωρίς την φαρμακευτική αγωγή του, ή έχει άνοια, έχει φύγει από το σπίτι ή έχει χαθεί. Πρόκειται για θεσμό που ως δικαιολογητικό λόγο έχει την άρση της αβεβαιότητας των συγγενών του άφαντου και κάθε τρίτου προσώπου που διατηρεί δικαιώματα (ιδίως κληρονομικά) από το θάνατο ενός οικείου του. Λαμβανομένης, μάλιστα, υπόψη της ιδιαίτερης σημασίας του εν λόγω θεσμού, ο νόμος προβλέπει ότι αφάνεια μπορεί να κηρυχθεί μόνο με δικαστική απόφαση και μάλιστα μόνο μετά τη μεσολάβηση δύο δικαστικών συζητήσεων. Η διαδικασία έχει ως εξής:
Για την κήρυξη ενός προσώπου σε αφάνεια απαιτείται, πρώτον, η κατάθεση της αντίστοιχης αίτησης στην Γραμματεία του Ειρηνοδικείου της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του προσώπου αυτού στην Ελλάδα, διαφορετικά στην Γραμματεία του Ειρηνοδικείου της πρωτεύουσας. Η αίτηση δύναται να κατατεθεί στο όνομα οποιουδήποτε προσώπου εξαρτά δικαιώματα από την κήρυξη της αφάνειας, στις περισσότερες, δηλαδή, περιπτώσεις από τους συγγενείς και τους οικείους του άφαντου που επιθυμούν να επαχθεί σε αυτούς η κληρονομία του.
Για την πρώτη συζήτηση της αίτησης συνεδριάζει το αρμόδιο Ειρηνοδικείο κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, το οποίο ερευνά το αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που ο νόμος τάσσει για το άνοιγμα της διαδικασίας. Πρέπει στο σημείο αυτό να ειπωθεί ότι η αίτηση για να γίνει δεκτή πρέπει να κατατεθεί τουλάχιστον ένα έτος από τη στιγμή της εξαφάνισης κατά τη διάρκεια κινδύνου ζωής ή τουλάχιστον πέντε έτη από τη στιγμή της τελευταίας είδησης από τον άφαντο. Σε διαφορετική περίπτωση η αίτηση απορρίπτεται.
Εφόσον το δικαστήριο κρίνει ότι η αίτηση έχει κατατεθεί νόμιμα και είναι βάσιμη, σύμφωνα με τους περιορισμούς που αναφέρθηκαν παραπάνω, εκδίδει προδικαστική απόφαση επί της αίτησης και διατάσσει την δημοσίευση περίληψής στον τύπο, με έξοδα του αιτούντος. Η ανωτέρω περίληψη πρέπει να περιέχει τουλάχιστον: α) το όνομα, το επώνυμο, το επάγγελμα και την κατοικία του αιτούντος και εκείνου που εξαφανίστηκε και β) πρόσκληση προς εκείνον που εξαφανίστηκε ή οποιονδήποτε άλλον να δώσει πληροφορίες σχετικά με τη ζωή ή το θάνατο αυτού που εξαφανίστηκε, μέσα σε ορισμένη προθεσμία.
Μετά την πάροδο της ως προθεσμίας, ο αιτών επαναφέρει προς συζήτηση την αρχική αίτησή του. Πραγματοποιείται, με άλλα λόγια, δεύτερο δικαστήριο το οποίο ερευνά πλέον όλα τα πραγματικά περιστατικά της αίτησης και εάν κρίνει ότι συντρέχει περίπτωση κήρυξης αφάνειας κηρύσσει αυτήν, καθορίζει από πότε αρχίζει και καταλογίζει τα δικαστικά έξοδα και τέλη του αιτούντος στην περιουσία του αφάντου, εφόσον βεβαίως έχει διατυπωθεί αντίστοιχο αίτημα από τον αιτούντα. Ο άφαντος θεωρείται νεκρός από τη στιγμή έναρξης του χρόνου έναρξης της αφάνειάς του, όπως αυτός ορίστηκε στην Απόφαση του Ειρηνοδικείου. Με άλλα λόγια, το σύνολο της περιουσίας του κληρονομείται από τους οικείους του κατά τους κανόνες τοτ κληρονομικού δικαίου.
Η διαδικασία ολοκληρώνεται με την εκ νέου δημοσίευση της απόφασης που κηρύσσει την αφάνεια, όταν αυτή τελεσιδικίσει, με τον τρόπο που θα ορίσει το δικαστήριο. Έκτοτε, με τη δικαστική απόφαση, γίνεται σχετική διόρθωση στο ληξιαρχείο και ο άφαντος εξομοιώνεται για το δίκαιο με τον θανόντα, συνεπώς, υπεισέρχονται στην κληρονομιά οι κληρονόμοι του, μπορεί να μεταβιβαστεί το δικαίωμα σύνταξης του τυχόν άφαντου στον εν ζωή σύζυγο και λύνονται όλα τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι συγγενείς λόγω της αφάνειας.