ΠΡΩΤΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑ – ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΙ: ΤΙ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΤΟ ΝΕΟ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ Ν.3869/2010 (Α’ 130) ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ

Άρθρο 15
Τροποποίηση διατάξεων του Ν. 3869/2010 (Α’130)
1.  Η παράγραφος 2 του άρθρου 9 του ν. 3869/2010 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2018 ο οφειλέτης μπορεί να υποβάλει στο δικαστήριο πρόταση εκκαθάρισης ζητώντας να εξαιρεθεί από την εκποίηση βεβαρημένο ή μη με εμπράγματη ασφάλεια ακίνητο, εφόσον, στο πρόσωπο του οφειλέτη, πληρούνται σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) το συγκεκριμένο ακίνητο χρησιμεύει ως κύρια κατοικία του, β) το μηνιαίο διαθέσιμο οικογενειακό του εισόδημα δεν υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης, όπως αυτές προσδιορίζονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 5 του παρόντος, προσαυξημένες κατά εβδομήντα τοις εκατό (70%), και γ) η αντικειμενική αξία της κύριας κατοικίας κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης δεν υπερβαίνει τις εκατόν ογδόντα χιλιάδες ευρώ (180.000 €) για τον άγαμο οφειλέτη, προσαυξημένη κατά σαράντα χιλιάδες € (40.000 €) για τον έγγαμο οφειλέτη και κατά είκοσι χιλιάδες € (20.000 €) ανά τέκνο και μέχρι τρία τέκνα δ) όσον αφορά δανειακές οφειλές, ο οφειλέτης να υπήρξε συνεργάσιμος, κατά την έννοια του Κώδικα Δεοντολογίας (ΦΕΚ Β’ 2239/27-08-2014), κατά το χρόνο της αρχικής καθυστέρησης του δανείου. Σε αυτήν την περίπτωση το σχέδιο ρύθμισης δεν θα πρέπει παραβλάπτει τη συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών. Η συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών θεωρείται ότι παραβλάπτεται αν το σχέδιο ρύθμισης προβλέπει ότι οι πιστωτές θα βρεθούν σε χειρότερη οικονομική θέση από αυτήν στην οποία θα βρίσκονταν σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης. Η εκτίμηση του ποσού που αντιστοιχεί στην τιμή του ακινήτου σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης γίνεται από ειδικό εμπειρογνώμονα ο οποίος επιλέγεται από το αρμόδιο δικαστήριο εντός 30 ημερών από την κατάθεση της αίτησης της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος νόμου από το Ειδικό Μητρώο Εμπειρογνωμόνων το οποίο συστήνεται με απόφαση των Υπουργών Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού και Δικαιοσύνης μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2015. Ο ειδικός εμπειρογνώμων οφείλει το αργότερο τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση της αίτησης να υποβάλει την εκτίμηση του στη γραμματεία του αρμόδιου δικαστηρίου και αποτελεί στοιχείο του φακέλου του αιτούντος. Με πράξη της Τράπεζας της Ελλάδος η οποία εκδίδεται ορίζονται κατευθύνσεις οι οποίες λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό της μέγιστης ικανότητας αποπληρωμής του οφειλέτη.
Ο οφειλέτης ενυπόθηκου στεγαστικού δανείου στο πρόσωπο του οποίου πληρούνται σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις α) το μηνιαίο διαθέσιμο οικογενειακό του εισόδημα υπολείπεται ή είναι ίσο των ευλόγων δαπανών διαβίωσης, όπως αυτές προσδιορίζονται στην παρ. 3 του άρθρου 5 του παρόντος, β) η αντικειμενική αξία της κύριας κατοικίας του κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης δεν υπερβαίνει τις εκατόν είκοσι χιλιάδες ευρώ (120.000 €) για τον άγαμο οφειλέτη, προσαυξημένη κατά σαράντα χιλιάδες ευρώ (40.000 €) για τον έγγαμο οφειλέτη και κατά είκοσι χιλιάδες ευρώ (20.000 €) ανά τέκνο και μέχρι τρία τέκνα, γ) ο οφειλέτης βρίσκεται σε πραγματική αδυναμία πληρωμής των μηνιαίων καταβολών όπως αυτές ορίζονται στο σχέδιο ρύθμισης, δύναται μετά την έκδοση της οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου να υποβάλει αίτηση στο Ελληνικό Δημόσιο για την μερική κάλυψη του ποσού της μηνιαίας καταβολής το οποίο ορίζει η δικαστική απόφαση. Η συνεισφορά του Ελληνικού Δημοσίου στο παραπάνω σχέδιο ρύθμισης δεν μπορεί να υπερβαίνει σε διάρκεια τα τρία έτη. Με απόφαση των Υπουργών Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού και Οικονομικών η οποία εκδίδεται έως 31 Δεκεμβρίου 2015, καθορίζονται τα κριτήρια προσδιορισμού του ύψους της συνεισφοράς του Δημοσίου και η ελάχιστη συνεισφορά του οφειλέτη. Για το έτος 2016, σε περίπτωση που οι πραγματοποιηθείσες καταβολές του οφειλέτη στους πιστωτές, αφαιρουμένων των καταβολών του Δημοσίου, υπολείπονται του ποσού που θα έπρεπε να καταβάλλει μηνιαίως με βάση το σχέδιο ρύθμισης, το ποσό αυτό κατανέμεται ισόποσα στις μηνιαίες καταβολές του οφειλέτη όπως αυτές έχουν καθοριστεί για τα επόμενα έτη του σχεδίου ρύθμισης.
Σε περίπτωση που οι πραγματοποιηθείσες καταβολές του οφειλέτη στους πιστωτές από 1.1.2017 και μέχρι το τέλος της συνεισφοράς του Ελληνικού Δημοσίου υπολείπονται αυτών που ορίστηκαν με την απόφαση του δικαστηρίου, το υπολειπόμενο ποσό εξοφλείται από το Ελληνικό Δημόσιο. Οι όροι και προϋποθέσεις της εξόφλησης της οφειλής αυτής από το Ελληνικό Δημόσιο στους πιστωτές ορίζονται ομοίως με την ανωτέρω απόφαση των Υπουργών Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού και Οικονομικών.
Η εξυπηρέτηση της οφειλής γίνεται με επιτόκιο που δεν υπερβαίνει αυτό της ενήμερης οφειλής ή το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο που ίσχυε σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος κατά τον τελευταίο μήνα για τον οποίο υφίσταται μέτρηση, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιό αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησηςτης Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή, σε περίπτωση καθορισμού σταθερού επιτοκίου, το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου για ανάλογη της ρύθμισης περίοδο, όπως ομοίως προκύπτει από το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, και χωρίς ανατοκισμό. Για τον προσδιορισμό της περιόδου τοκοχρεολυτικής εξόφλησης της οριζόμενης συνολικής οφειλής λαμβάνεται υπόψη το συνολικό ύψος της οφειλής και η οικονομική δυνατότητα του οφειλέτη. Η περίοδος πάντως αυτή δεν μπορεί να υπερβαίνει τα είκοσι έτη εκτός αν η διάρκεια των συμβάσεων δυνάμει των οποίων χορηγήθηκαν οι πιστώσεις στον οφειλέτη ήταν μεγαλύτερη των είκοσι ετών, οπότε ο Ειρηνοδίκης δύναται να προσδιορίσει μεγαλύτερη διάρκεια η οποία πάντως δεν υπερβαίνει τα τριάντα πέντε έτη. Η ρύθμιση της παρ. 2 του άρθρου 9 δεν μπορεί να συμπίπτει χρονικά με την αποπληρωμή κατά το άρθρο 8 παρ. 2. Οι απαιτήσεις των πιστωτών ικανοποιούνται από τις καταβολές του οφειλέτη με βάση την παρούσα παράγραφο κατά αναλογική εφαρμογή των άρθρων 974 επ. ΚΠολΔ.
Αν κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης του σχεδίου ρύθμισης ο οφειλέτης πωλήσειτην κύρια κατοικία του και το τίμημα υπερβαίνει το ποσό το οποίο θα ελάμβαναν οι πιστωτές σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης και το οποίο τέθηκε ως βάση για το σχέδιο ρύθμισης, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο γ’ της παρούσας παραγράφου, τότε το ήμισυ της διαφοράς κατανέμεται στους πιστωτές σύμφωνα με τα άρθρα 974 επ. ΚΠολΔ. Σε κάθε περίπτωση το ποσό το οποίο θα λάβει ο κάθε πιστωτής δυνάμει του σχεδίου ρύθμισης και της εφαρμογής του προηγούμενου εδαφίου δεν μπορεί να υπερβαίνει το συνολικό ποσό της οφειλής όπως αποτυπώνεται στην δικαστική απόφαση.
Η έναρξη ισχύος του παρούσας παραγράφου ορίζεται από 1 Ιανουαρίου 2016.»
 
2. Η παράγραφος 6 του άρθρου 4 του ν. 3869/2010 αντικαθίσταται ως εξής:
«6. Από την ολοκλήρωση της κατάθεσης της αίτησης και εφεξής: α) ο οφειλέτης υποχρεούται να προβαίνει συμμέτρως προς τους πιστωτές του στις μηνιαίες καταβολές που ορίζονται στο εδάφιο γ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του παρόντος νόμου, β) αναστέλλεται μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως η παραγραφή των απαιτήσεων των πιστωτών που έχουν συμπεριληφθεί στην αίτηση του οφειλέτη, σύμφωνα με την παράγραφο 1 και γ) επέρχεται η λύση της μέχρι τότε ισχύουσας ρύθμισης ή διευκόλυνσης ή τμηματικής καταβολής των οφειλών της παραγράφου 2 του άρθρου 1, οι οποίες κατά την ημερομηνία κατάθεσης της αιτήσεως του οφειλέτη για την υπαγωγή στην διαδικασία του παρόντος νόμου, τελούν σε αναστολή διοικητική, δικαστική ή εκ του νόμου ή έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση ή διευκόλυνση τμηματικής καταβολής κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο
2  του άρθρου 1 του παρόντος νόμου.
3. Η παράγραφος 4 του άρθρου 5 του ν. 3869/2010 αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Σε περίπτωση που ο οφειλέτης καθυστερεί την καταβολή των δόσεων που ορίζονται από τον ειρηνοδίκη, σύμφωνα με την παράγραφο 2, με συνέπεια το συνολικό ύψος του ποσού σε καθυστέρηση να υπερβαίνει αθροιστικώς την αξία τριών μηνιαίων δόσεων ετησίως, ο ειρηνοδίκης ή το κατά περίπτωση αρμόδιο δικαστήριο διατάσσει την ανάκληση της προσωρινής διαταγής με την οποία ορίστηκε η καταβολή των δόσεων, ή την ανάκληση κάθε άλλου προληπτικού ή ανασταλτικού μέτρου, Η αίτηση του πιστωτή για την ανάκληση κατατίθεται στο το αργότερο εντός τεσσάρων μηνών από τη δημιουργία του λόγου ανάκλησης. Κάθε κλήτευση πραγματοποιείται προ δέκα ημερών.»
4. Η παράγραφος 2 του άρθρου 5 Α του ν. 3869/2010 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Η προσωρινή απαλλαγή του οφειλέτη κατά την ανωτέρω παράγραφο χορηγείται για διάστημα δεκαοκτώ (18) μηνών. Από της εκδόσεως της δικαστικής αποφάσεως της παραγράφου 1 και για όσο χρόνο διαρκεί η προσωρινή απαλλαγή του οφειλέτη αναστέλλονται το πάσης φύσεως ατομικά καταδιωκτικά μέτρα εναντίον του. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 938 ΑΚ επ. περί καταδολίευσης δανειστών και εφόσον κατά τη διάρκεια ισχύος της προσωρινής απαλλαγής δεν μεταβληθούν οι προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου, αφού παρέλθει διάστημα δεκαοκτώ (18) μηνών, ο οφειλέτης απαλλάσσεται από το υπόλοιπο των χρεών του σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 του ν. 3869/2010. Κατά τη διάρκεια του ανωτέρω διαστήματος, ο οφειλέτης υποχρεούται να ενημερώνει οποτεδήποτε καταστεί αναγκαίο, και σε κάθε περίπτωση το αργότερο ανά τρίμηνο, από την ημερομηνία εκδόσεως της δικαστικής αποφάσεως της παραγράφου 1, τη γραμματεία του ειρηνοδικείου στην οποία τηρείται ο φάκελος του, για οποιαδήποτε μεταβολή της προσωπικής περιουσιακής του κατάστασης και των πάσης φύσεων εισοδημάτων του ιδίου και της οικογενείας του. Σε περίπτωση παράβασης της ανωτέρω υποχρέωσης, ή σε περίπτωση που ο οφειλέτης παραλείψει να ενημερώσει ειλικρινώς τον φάκελο του σε σχέση με τα στοιχεία που αφορούν την περιουσιακή του κατάσταση και τα πάσης φύσεως εισοδήματα του ιδίου και της οικογενείας του, τότε με αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον ενώπιον του αρμοδίου ειρηνοδικείου, η οποία δικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, ο οφειλέτης κηρύσσεται έκπτωτος από το καθεστώς προσωρινής απαλλαγής και αίρεται η αναστολή των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων εναντίον του.»
5. Η παράγραφος 1 του άρθρου 6 του ν. 3869/2010 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Μετά τη συζήτηση ενώπιον του ειρηνοδίκη κατά την ημέρα επικύρωσης και εφόσον δεν έχει εκδοθεί προσωρινή διαταγή κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 5 του παρόντος νόμου, ο οφειλέτης ή κάθε άλλος που έχει έννομο συμφέρον μπορεί να ζητήσει από το αρμόδιο δικαστήριο που δικάζει κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων την αναστολή της εκτελεστικής διαδικασίας που έχει ξεκινήσει κατά του οφειλέτη. Η αναστολή χορηγείται για χρονικό διάστημα που δεν θα υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες, αρχομένης από την ημερομηνία ολοκλήρωσης της υποβολής της αίτησης ή, εφόσον η συζήτηση της κύριας αιτήσεως έχει προσδιορισθεί σε βραχύτερο χρόνο, έως την ημέρα συζήτησης της κύριας αιτήσεως. Η ισχύς της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων δεσμεύει όλους τους πιστωτές που έχουν περιληφθεί στην αίτηση σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 4 του παρόντος νόμου, ανεξαρτήτως εάν αυτοί έχουν εκκινήσει ή όχι διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης εις βάρος του οφειλέτη. Η αναστολή της εκτελεστικής διαδικασίας διατάσσεται από το αρμόδιο δικαστήριο εφόσον αυτό πιθανολογεί: α) την ευδοκίμηση της κύριας αίτησης και β) την πρόκληση ουσιώδους βλάβης στα συμφέροντα του αιτούντος.»
6. Η παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 3869/2010 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Πριν από την έναρξη της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, το αρμόδιο δικαστήριο μπορεί με αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, η οποία δικάζεται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων να διατάξει όποιο μέτρο κρίνει αναγκαίο για να αποτραπεί κάθε επιζήμια για τους πιστωτές μεταβολή της περιουσίας του οφειλέτη ή μείωση της αξίας της. Η ισχύς της αποφάσεως των ασφαλιστικών μέτρων δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες, αρχομένης από την ημερομηνία ολοκλήρωσης της υποβολής της αίτησης ή, εφόσον η συζήτηση της κύριας αιτήσεως έχει προσδιορισθεί σε βραχύτερο χρόνο, την ημέρα συζήτησης της κύριας αιτήσεως του οφειλέτη. Η ισχύς της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων δεσμεύει όλους τους πιστωτές που έχουν περιληφθεί στην αίτηση του οφειλέτη, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 4 του παρόντος νόμου. Το δικαστήριο διατάσσει τα ασφαλιστικά μέτρα εφόσον πιθανολογεί ότι: α) η κύρια αίτηση θα ευδοκιμήσει και β) επίκειται μεταβολή της περιουσίας του οφειλέτη ή μείωση της αξίας της, ουσιωδώς επιζήμια για τους πιστωτές.»
7. Η παράγραφος 1 του άρθρο 9 του ν. 3869/2010 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Εφόσον υπάρχει ρευστοποιήσιμη περιουσία, η εκποίηση της οποίας κρίνεται απαραίτητη για την ικανοποίηση των πιστωτών, ή όταν το δικαστήριο κρίνει αναγκαίο να παρακολουθήσει και να υποβοηθήσει την εκτέλεση των όρων ρύθμισης των οφειλών για την απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη ή την εξασφάλιση των συμφερόντων των πιστωτών, ορίζεται εκκαθαριστής. Εκκαθαριστής μπορεί να ορίζεται το πρόσωπο που προτείνουν πιστωτές οι οποίοι αντιπροσωπεύουν την πλειοψηφία των πιστώσεων ή πρόσωπο από τον κατάλογο των πραγματογνωμόνων που προβλέπεται στο άρθρο 371 του ΚΠολΔ. Έργο του εκκαθαριστή είναι αυτό που προσδιορίζεται ειδικά με την απόφαση του διορισμού του και, σε κάθε περίπτωση, η διαχείριση της περιουσίας του οφειλέτη, η διασφάλισή της σε όλο το νόμιμο ύψος της χάριν των πιστωτών, η πρόσφορη εκποίησή της, και η διανομή του προϊόντος της εκποίησης στους πιστωτές. Οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα περί συνδίκου εφαρμόζονται αναλόγως και στον εκκαθαριστή. Από τη ρευστοποιήσιμη περιουσία του οφειλέτη, εξαιρούνται τα πράγματα που ορίζονται ως ακατάσχετα, σε εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 953 του ΚΠολΔ. Όλη η περιουσία του οφειλέτη που δεν εξαιρείται από την κατάσχεση κατά το άρθρο 953 ΚΠολΔ θα κατάσχεται και θα εκποιείται με σκοπό την ικανοποίηση των δανειστών. Οι απαιτήσεις των πιστωτών ικανοποιούνται σύμφωνα με τα οριζόμενα στον ΚΠολΔ.»
8.  Η παράγραφος 4 του άρθρου 10 του ν. 3869/2010 αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Ο οφειλέτης υποχρεούται καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας του παρόντος νόμου όπως επίσης και κατά τη διάρκεια της τριετούς περιόδου χάριτος να επιδεικνύει τη συμπεριφορά συνεργάσιμου δανειολήπτη υπό την έννοια της Απόφασης της Τράπεζας της Ελλάδος Ευρωσύστημα Επιτροπή Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (ΦΕΚ 2287/27.8.2014) σε σχέση με τους συνεργάσιμους δανειολήπτες.»
9.  Η παρ. 1 του άρθρου 2 της υποπαραγράφου Α.4 του Κεφαλαίου Α’ του Νόμου 4336/2015 (ΦΕΚ Α 94/14-8-2015) αντικαθίσταται ως εξής:
«Οι οφειλέτες των οποίων η κύρια αίτηση εκκρεμεί κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου υποχρεούνται εντός έξι (6) μηνών από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος νόμου και εφόσον μέχρι τότε δεν έχει λάβει χώρα συζήτηση της αιτήσεώς τους, να υποβάλλουν στη γραμματεία του Δικαστηρίου όπου τηρείται ο φάκελος της αιτήσεώς τους, επικαιροποιημένα τα στοιχεία που αναφέρονται στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 4 του ν. 3869/2010. Η παράλειψη του οφειλέτη να ενημερώσει τα ανωτέρω στοιχεία του φακέλου θεωρείται παράβαση καθήκοντος ειλικρινούς δηλώσεως του άρθρου 10 του ν. 3869/2010.»