Πριν ξεκινήσουμε πρέπει να επιστήσουμε την προσοχή σε όλους τους οφειλέτες που έλαβαν την απορριπτική απόφαση με δικαστικό επιμελητή, ότι έχουν 30 ημέρες προθεσμία για να ασκήσουν ένδικα μέσα κατά της απόφασης. Πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να κινηθούν γρήγορα και άμεσα προκειμένου να διερευνήσουν τις δυνατότητές τους και εφόσον καταλήξουν στην λύση της έφεσης, να έχουν χρόνο να προετοιμαστούν και αυτοί αλλά και ο δικηγόρος που θα τους αναλάβει.
Στις περιπτώσεις που μια αίτηση έχει απορριφθεί λόγω αοριστίας, δηλαδή λόγω μη αναφοράς όλων των δεδομένων που ήταν απαραίτητα για τον δικαστή για να εκδώσει απόφαση, υπάρχουν δύο λύσεις: η της επανακατάθεσης ή της άσκησης έφεσης. Η πρώτη περίπτωση, συνίσταται στην περίπτωση που όντως το δικόγραφο είχε ελλείψεις αναφορικά με όσα ο νόμος ορίζει ότι υποχρεωτικά πρέπει να αναφέρονται, οπότε τυχόν άσκηση έφεσης θα ήταν άνευ ουσίας. Η επανακατάθεση αίτησης μπορεί να γίνει άμεσα χωρίς χρονικό περιορισμό. Η λύση της έφεσης, μπορεί να επιλεχθεί σε περιπτώσεις που απλά ο δικαστής ήθελε να «ξεφορτωθεί» την αίτηση και επέλεξε την λύση της αοριστίας, οπότε σ’ αυτήν την περίπτωση αμφισβητούμε την απόφαση που έχει βγάλει ως προς την ορθότητά της, επικαλούμενοι την ήδη πλούσια νομολογία των δικαστηρίων ως προς το ποια στοιχεία είναι απαραίτητα να αναφέρονται στην αίτηση.
Στις περιπτώσεις τώρα που το δικαστήριο μπήκε στην ουσία της αίτησης και απέρριψε αυτήν είτε ως αβάσιμη, είτε λόγω έλλειψης κατά την κρίση του μόνιμης αδυναμίας πληρωμής, είτε λόγω μη αναφοράς όλων των πιστωτών του αιτούντος κλπ, υπάρχουν πάλι και οι δύο ως άνω επιλογές, επανακατάθεση ή έφεση στην πρώτη όμως επιλογή, πρέπει να παρέλθει έτος από την τελεσιδικία της απόφασης, που σημαίνει ότι ο οφειλέτης πρέπει να επιδώσει την απόφαση στους πιστωτές του και να περάσει η προθεσμία των 30 ημερών χωρίς να ασκηθεί έφεση από αυτούς. Δεδομένου όμως ότι πλέον βρισκόμαστε θεωρητικά πολύ κοντά στην εκπνοή του χρόνου ισχύος του νόμου Κατσέλη (31.12.2018), χωρίς να γνωρίζουμε με σιγουριά αν αυτός θα πάρει παράταση και για πόσο καιρό, η πρώτη επιλογή είναι λίγο παρακινδυνευμένη, αφού δεν μπορούμε με βεβαιότητα να γνωρίζουμε ότι μετά την πάροδο του έτους θα ισχύει ακόμη ο νόμος για να ξανακαταθέσουμε αίτηση. Στη λύση πάλι της έφεσης, αναφερόμαστε σε πλημμέλειες της απόφασης, συνεπώς θα πρέπει να αξιολογηθεί το σύνολο των δικογράφων και του φακέλου του δανειολήπτη, έτσι ώστε να διαγνώσουμε αν υπέπεσε σε σφάλματα το δικαστήριο και ποια είναι αυτά.
Τις ίδιες επιλογές έχουν και οι δανειολήπτες που τους απορρίφθηκε η αίτηση λόγω εμπορικότητας. Στην περίπτωση αυτή ο δρόμος της έφεσης θα πρέπει να ακολουθηθεί στην περίπτωση που ο οφειλέτης έχει απωλέσει πλέον την πτωχευτική ικανότητα, ή δεν είχε παύσει τις πληρωμές του κατά τον χρόνο της διακοπής της εμπορικής του δραστηριότητας, ή ακόμη και αν πληρούσε τις προϋποθέσεις χαρακτηρισμού ως μικρέμπορος χωρίς να γίνει σχετική αξιολόγηση από το δικαστήριο (δεν απασχολούσε προσωπικό, δεν προέβη σε ιδιαίτερες επενδύσεις, δεν αποσκοπούσε σε κερδοσκοπία αλλά το εισόδημά του αποτελούσε αποτέλεσμα του προσωπικού του μόχθου, είχε χαμηλούς τζίρους κλπ). Από τη χρόνια πλέον απασχόλησή μας με το συγκεκριμένο αντικείμενο, έχουμε διαπιστώσει ότι σπάνια το δικαστήριο εξετάζει σχολαστικά τις εν λόγω προϋποθέσεις, συνήθως δε απορρίπτει την αίτηση και μόνο που διαβλέπει προϋπάρχουσα εμπορική δραστηριότητα και αδυναμία πληρωμής έστω και ενός πιστωτή πριν την διακοπή, συνεπώς η πλειοψηφία αυτής της κατηγορίας απορριπτικών αποφάσεων είναι εφέσιμες.
Τέλος, σημαντικό μερίδιο στις απορριπτικές αποφάσεις, αναλογεί τον τελευταίο χρόνο στην δόλια περιέλευση σε αδυναμία πληρωμών ή στη μη ειλικρινή δήλωση του οφειλέτη, λόγους μέσα από τους οποίους τα δικαστήρια προσπαθούν να εξαιρέσουν από τον νόμο αυτούς ενσυνειδήτους κακοπληρωτές, στην πράξη όμως έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα, αφού αυτοί που υπερδανείστηκαν και έκαναν ανακύκλωση δανεισμού, το έκαναν ακριβώς γιατί ήθελαν να είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους απέναντι στις τράπεζες. Σωρεία δε δανειοληπτών βρίσκεται εκτός προστασίας και μόνο διότι δεν δήλωνε εισοδήματα κατά τον χρόνο δανεισμού, ή ακόμη και επειδή δεν δηλώνει πώς διαβιεί χωρίς εισοδήματα στα χρόνια της κρίσης. Και στις δύο περιπτώσεις, μετά τις έσχατες τροποποιήσεις του νόμου Κατσέλη με τον ν. 4549/2018, δεν επιτρέπεται εκ νέου κατάθεση της αίτησης, με την επιλογή της έφεσης να είναι πλέον μονόδρομος. Αναφορικά με την δόλια περιέλευση σε αδυναμία πληρωμής, έχουμε αναφερθεί αναλυτικά εδώ. Τα βασικά μας επιχειρήματα στη έφεση συνήθως είναι η έλλειψη απόδειξης του δόλου του οφειλέτη από τους πιστωτές, η συνεπής καταβολή δόσεων που αποδεικνύει το αντίθετο, η συνυπαιτιότητα των τραπεζών για την υπερχρέωση κλπ επιχειρήματα ανάλογα με την κάθε περίπτωση δανειολήπτη. Στην δε περίπτωση της μη ειλικρινούς δήλωσης, η απόρριψη για τον λόγο αυτό, επιτρέπεται μόνο σε περίπτωση που στοιχειοθετηθεί δόλος ή βαριά αμέλεια του δανειολήπτη, καθώς επίσης θα πρέπει οι ατελείς δηλώσεις του οφειλέτη να είναι πρόσφορες να μειώσουν την ικανοποίηση των πιστωτών του, συνεπώς και πάλι υπάρχει σοβαρή πιθανότητα η απόφαση του δικαστηρίου να είναι εσφαλμένη.
Το γεγονός λοιπόν της απόρριψης μιας αίτησης, δεν σας στερεί διά παντός το δικαίωμα υπαγωγής στο νόμο Κατσέλη, ωστόσο θα πρέπει να κινηθείτε γρήγορα και άμεσα προκειμένου να μην χάσετε τη δεύτερη ευκαιρία για την ρύθμιση των οφειλών σας από δική σας αμέλεια. Απευθυνθείτε λοιπόν στον δικηγόρο που εμπιστεύεστε, εξετάστε μαζί το σύνολο των στοιχείων της δικής σας περίπτωσης και επιλέξτε τον κατάλληλο τρόπο για την προάσπιση των δικαιωμάτων σας.