ΑΛΛΑΓΕΣ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ ΚΑΤΣΕΛΗ – ΤΑ ΘΕΤΙΚΑ & ΑΡΝΗΤΙΚΑ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΩΝ

Δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ την προηγούμενη εβδομάδα ο ν. 4549/14.6.2018 «Διατάξεις για την ολοκλήρωση της Συμφωνίας Δημοσιονομικών Στόχων και Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων – Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2019-2022 και λοιπές διατάξεις», ο οποίος εκτός των άλλων τροποποίησε γι’ ακόμη μία φορά τις διατάξεις του ν. 3869/2010, νόμος ευρύτερα γνωστός ως νόμος Κατσέλη ή νόμος για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά. Τι αφορούν ωστόσο αυτές οι διατάξεις και ήταν οι αλλαγές προς όφελος ή σε βάρος γι ακόμη μία φορά των οφειλετών; Αυτό θα δούμε αναλυτικά κατωτέρω:

ΘΕΤΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ:

1.  Δόθηκε τέλος στη διχογνωμία που είχε επικρατήσει στις αποφάσεις των ειρηνοδικείων σχετικά με την κατάθεση αιτήσεων για υπαγωγή στο νόμο κληρονόμων που αποδέχθηκαν κληρονομιά βεβαρυμένη με χρέη. Αρκετές αποφάσεις, θεωρούσαν δόλια την περιέλευση σε αδυναμία πληρωμής των κληρονόμων και μόνο από το γεγονός ότι αποδέχθηκαν την κληρονομιά ενώ ήξεραν τα χρέη του θανόντος καθώς και το ότι δεν μπορούσαν να τα αποπληρώσουν. Ωστόσο, με το νέο νόμο, η αποδοχή υπερχρεωμένης κληρονομίας από τους νόμιμους μεριδούχους του αρχικού οφειλέτη, ακόμα κι αν γίνεται εν γνώσει της υπερχρέωσης, δεν συνιστά από μόνη της και χωρίς τη συνδρομή άλλων περιστάσεων δόλια περιέλευση σε αδυναμία πληρωμής χρηματικών οφειλών.

Περαιτέρω στο άρθρο 12 του ν.3869/2010 εισήχθη ειδική παράγραφος η οποία διευκρινίζει ότι ο κληρονόμος υπερχρεωμένης κληρονομιάς για την οποία ο θανών είχε υποβάλλει αίτηση υπαγωγής στον ν. Κατσέλη, μπορεί να υποβάλλει αίτηση για τον εαυτό του (εφόσον βέβαια πληροί τις προϋποθέσεις  για υπαγωγή στον ν. Κατσέλη), και να συνεχίσει την τυχόν ρύθμιση που είχε επιβληθεί στον αρχικό αιτούντα για την εξαίρεση της κύριας κατοικίας στο όνομά του. Με αυτόν τον τρόπο, δεν χάνονται οι τυχόν καταβολές που είχαν ήδη γίνει από τον θανόντα προς το σκοπό διάσωσης της κατοικίας του, αφού κατά τη ρητή διάταξη πλέον του νόμου, το ποσό που θα κληθεί να καταβάλει ο κληρονόμος θα είναι μειωμένο από το ποσό που ήδη κατέβαλε ο θανών

2.  Δόθηκε η ευκαιρία υπαγωγής στις διατάξεις και ατόμων τον οποίων η κύρια κατοικία είχε αντικειμενική αξία η οποία ξεπερνούσε τα όρια που έθετε ο νόμος για την προστασία της ((180.000) ευρώ για τον άγαμο οφειλέτη, προσαυξημένη κατά σαράντα χιλιάδες ευρώ (40.000) ευρώ για τον έγγαμο οφειλέτη και κατά είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ ανά τέκνο και μέχρι τρία (3) τέκνα), όταν αποδεδειγμένα η εμπορική αξία της κατοικίας τους είναι εντός των ορίων υπαγωγής. Στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο διορίζει ως πραγματογνώμονα πιστοποιημένο εκτιμητή, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο περιλαμβάνεται στο Μητρώο Πιστοποιημένων Εκτιμητών της Διεύθυνσης Οικονομικού Συντονισμού και Μακροοικονομικών Προβλέψεων της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών, ενώ τα έξοδα της πραγματογνωμοσύνης βαρύνουν το διάδικο που τη ζητεί.

Το αίτημα για διορισμό πραγματογνώμονα είναι απαράδεκτο, αν δεν υποβάλλεται είτε με την αίτηση είτε με αυτοτελές δικόγραφο, το οποίο κατατίθεται τουλάχιστον έξι (6) μήνες πριν την ημερομηνία συζήτησης της αίτησης. Αν το αίτημα υποβληθεί με την αίτηση, ο Ειρηνοδίκης διορίζει πραγματογνώμονα κατά την ημέρα επικύρωσης. Αν υποβληθεί με αυτοτελές δικόγραφο, ο πραγματογνώμονας διορίζεται με πράξη του αρμόδιου δικαστή, η οποία εκδίδεται μέσα σε δεκάπεντε (15) ημέρες από την κατάθεσή του, με κλήτευση των διαδίκων πριν από είκοσι τέσσερις (24) ώρες. Δεν απαιτείται διορισμός πραγματογνώμονα αν οποιοσδήποτε διάδικος προσκομίσει έκθεση πιστοποιημένου εκτιμητή του δεύτερου εδαφίου.

3. Πλέον αν οι καταβολές που πραγματοποιήθηκαν δυνάμει της προσωρινής διαταγής υπολείπονται αυτών που ορίσθηκαν τελικά με την κύρια απόφαση, ο οφειλέτης υποχρεούται να εξοφλήσει άτοκα το ποσό της διαφοράς που υπολείπεται, αλλά το δικαστήριο εντάσσει πλέον τη διαφορά αυτή στο σχέδιο διευθέτησης οφειλών ώστε να μην υπερβαίνεται η μέγιστη ικανότητα αποπληρωμής του οφειλέτη. Υπό δε το παλαιότερο καθεστώς, ο οφειλέτης έπρεπε να καταβάλλει τη διαφορά εντόκως μέσα σε ένα έτος από τη λήξη των καταβολών που όρισε το δικαστήριο.

ΑΡΝΗΤΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ:

 1. Όσοι υποβάλλουν αίτηση υπαγωγής ή έχουν ήδη υποβάλει και εκκρεμεί θα παραιτούνται του δικαιώματός τους στα προσωπικά δεδομένα υποβάλλοντας υποχρεωτικά δήλωση ότι παρέχουν την άδεια σε οποιοδήποτε πιστωτικό ίδρυμα, στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή, να διαβιβάζει, έως τη συζήτηση της αίτησης, στους πιστωτές κατά των οποίων στρέφεται η αίτηση, την κίνηση των τραπεζικών του λογαριασμών και των λοιπών τραπεζικών προϊόντων (άρση τραπεζικού απορρήτου του άρθρου 1 του ν. 1059/1971, Α΄ 270) για τη χρονική περίοδο από πέντε (5) έτη πριν την άσκηση της αίτησης έως την ημέρα της συζήτησής της, καθώς και ότι παρέχουν την άδεια προς τους πιστωτές, κατά των οποίων στρέφεται η αίτηση, να προβαίνουν σε επεξεργασία και ανταλλαγή των δεδομένων που κατέχουν ή λαμβάνουν από τα πιστωτικά ιδρύματα.

2. Πλέον, άμεσα και ήδη από τον χρόνο κατάθεσης θα ελέγχεται από την γραμματεία του δικαστηρίου εάν υπάρχει πτωχευτική ικανότητα του αιτούντος την υπαγωγή. Η γραμματεία θα ελέγχει αν από τα συνυποβαλλόμενα έγγραφα προκύπτει εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα και το είδος αυτής, και σε καταφατική περίπτωση η γραμματεία θα προβαίνει σε σχετική επισημείωση στο φάκελο της αίτησης, η οποία αξιολογείται από το δικαστήριο ή από τον δικαστή που κρίνει το αίτημα χορήγησης προσωρινής διαταγής. Σε αυτήν την περίπτωση, ο Ειρηνοδίκης θα αποφασίζει μέσα σε δέκα (10) ημέρες αν θα ισχύει η εκ του νόμου απαγόρευση των καταδιωκτικών μέτρων κατά του οφειλέτη μέχρι την ημέρα της επικύρωσης ή της συζήτησης της αναστολής ή της αίτησης.

3. Δυσμενείς οι αλλαγές και στην περίπτωση καθυστέρησης καταβολής δόσεων από τον οφειλέτη έως την κύρια συζήτηση της αίτησής του, αφού πλέον αν ο οφειλέτης καθυστερεί την καταβολή των δόσεων που ορίζονται από τον Ειρηνοδίκη με συνέπεια το συνολικό ύψος του ποσού σε καθυστέρηση να υπερβαίνει αθροιστικώς την αξία τριών (3) μηνιαίων δόσεων, διαδοχικών ή μη, ο θιγόμενος πιστωτής μπορεί να επιδώσει στον οφειλέτη εξώδικη όχληση με την οποία τον καλεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του εντός τριάντα (30) ημερολογιακών ημερών. Αν ο οφειλέτης δεν συμμορφωθεί προσηκόντως, παύει να ισχύει αυτοδικαίως έναντι όλων των πιστωτών η διαταχθείσα αναστολή των καταδιωκτικών μέτρων και κάθε άλλου ανασταλτικού μέτρου, από την ημέρα που ο θιγόμενος πιστωτής επιδώσει σχετική δήλωση στους υπόλοιπους πιστωτές, υπό την προϋπόθεση ότι θα καταθέσει σχετικό σημείωμα με ενσωματωμένη την ανωτέρω αναφερόμενη εξώδικη όχληση στο φάκελο που τηρείται στο αρμόδιο δικαστήριο.

Στην περίπτωση αυτή, ο οφειλέτης μπορεί να ζητήσει από τον αρμόδιο δικαστή την εκ νέου χορήγηση προσωρινής διαταγής αν αποδεικνύει ότι η μη καταβολή των δόσεων, οφείλεται σε γεγονός ανωτέρας βίας, μη δυνάμενο να αντιμετωπιστεί με αίτηση μεταρρύθμισης της αρχικής προσωρινής διαταγής ή ότι ο θιγόμενος πιστωτής άσκησε καταχρηστικά το δικαίωμα των προηγούμενων εδαφίων. Υπό το παλαιότερο δε καθεστώς, δεν υπήρχε καν σχετική ρύθμιση για απώλεια της προστασίας.

4. Το ίδιο αποτέλεσμα και η ίδια διαδικασία ορίσθηκε και για το μετά την έκδοση οριστικής απόφασης διάστημα και την υπαγωγή του οφειλέτη στις διατάξεις του ν. Κατσέλη, όπου πλέον αν ο οφειλέτης καθυστερεί την εκπλήρωση των υποχρεώσεων από τη ρύθμιση οφειλών, με συνέπεια το συνολικό ύψος του ποσού σε καθυστέρηση να υπερβαίνει αθροιστικώς την αξία τριών (3) μηνιαίων δόσεων, διαδοχικών ή μη και ο θιγόμενος πιστωτής επιδώσει στον οφειλέτη εξώδικη όχληση στην οποία ο οφειλέτης δεν συμμορφωθεί προσηκόντως, θα εκπίπτει αυτοδικαίως από τη ρύθμιση έναντι όλων των πιστωτών από την ημέρα που ο θιγόμενος πιστωτής επιδώσει σχετική δήλωση στους υπόλοιπους πιστωτές, υπό την προϋπόθεση ότι θα καταθέσει σχετικό σημείωμα με ενσωματωμένη την ανωτέρω αναφερόμενη εξώδικη όχληση στο φάκελο που τηρείται στο αρμόδιο δικαστήριο.

Και στην περίπτωση αυτή, ο οφειλέτης μπορεί να ζητήσει από το Ειρηνοδικείο την ανατροπή της έκπτωσής του αν αποδεικνύει ότι η μη καταβολή των δόσεων οφείλεται σε γεγονός ανωτέρας βίας, μη δυνάμενο να αντιμετωπιστεί με αίτηση μεταρρύθμισης της απόφασης ή ότι ο θιγόμενος πιστωτής άσκησε καταχρηστικά το δικαίωμα της προηγούμενης παραγράφου. Υπό το παλαιότερο δε καθεστώς, σε περίπτωση που ο οφειλέτης καθυστερούσε την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του από τη ρύθμιση για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών, το δικαστήριο διέταζε την έκπτωση του οφειλέτη από τη ρύθμιση μετά από σχετική αίτηση του θιγόμενου πιστωτή, η οποία ωστόσο έπρεπε να κατατεθεί το αργότερο μέσα σε τέσσερις μήνες από τη δημιουργία του λόγου έκπτωσης.

5. Δεν ισχύει πλέον η αυτοδίκαιη αναστολή καταδιωκτικών μέτρων σε βάρος του οφειλέτη (η οποία ισχύει εκ του νόμου με την κατάθεση της αίτησης), όταν ο οφειλέτης έχει ήδη καταθέσει δύο φορές την αίτηση για υπαγωγή και έχει παραιτηθεί ισάριθμες φορές από αυτήν. Ως παραίτηση λογίζεται και η άπρακτη παρέλευση χρονικού διαστήματος τριάντα (30) ημερών από τη ματαίωση της συζήτησης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, χωρίς να έχει ζητηθεί ο προσδιορισμός νέας συζήτησης

6. Ρητά πλέον προβλέπεται ότι δεν μπορεί να υποβληθεί νέα αίτηση, εάν η αρχική αίτηση απορρίφθηκε λόγω δόλου του οφειλέτη ως προς την περιέλευσή του σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του ή λόγω δόλιας παράβασης του καθήκοντος ειλικρινούς δήλωσης κατά το άρθρο 10. Η ανωτέρω απαγόρευση σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η πλειοψηφία των αιτήσεων απορρίπτονται πλέον για τους ανωτέρω λόγους (λόγω της υπ’ αριθ. 153/2017 απόφασης του Αρείου Πάγου – την οποία αναλύσαμε εδώ), οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η Έφεση πλέον συνιστά μονόδρομο για όλους αυτούς τους δανειολήπτες.

7. Αν ο οφειλέτης αποβιώσει πριν την απαλλαγή του κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 11, οι απαιτήσεις των πιστωτών επανέρχονται στο ύψος, στο οποίο θα βρίσκονταν αν δεν είχε υποβληθεί η αίτηση υπαγωγής, μειωμένο κατά τα ποσά που καταβλήθηκαν από τον κληρονομούμενο. Υπό δε το παλαιότερο καθεστώς, είχε επικρατήσει η άποψη ότι εφόσον είχε ξεκινήσει η ρύθμιση των οφειλών αυτοί ακολουθούσαν και οι κληρονόμοι χωρίς να αναβιώνουν τα χρέη.

Σε γενικές γραμμές λοιπόν, οι αλλαγές επηρεάζουν αρνητικά τους οφειλέτες, κυρίως όσον αφορά αυτούς που είχαν ή έχουν πτωχευτική ικανότητα και προσπαθούν να υπαχθούν στις διατάξεις του νόμου, αλλά και όλους αυτούς, οι οποίοι ναι μεν έχουν υπαχθεί υπό τη σκέπη του νόμου, ωστόσο αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις που τους όρισε το Δικαστήριο και βλέπουν με τις αλλαγές πιο κοντά την πόρτα εξόδου από την ρύθμιση. Αυτό ωστόσο που προκαλεί την μεγαλύτερη εντύπωση, είναι ότι δεν δόθηκε όπως αναμενόταν παράταση στην ισχύ του νόμου, με την δυνατότητα της υποβολής αίτησης για τη διάσωση της κύριας κατοικίας να παραμένει ενεργή έως την 31/12/2018.